Παράθυρα με θέα στο Ελληνικό καλοκαίρι

Παράθυρα με ελληνικό φως. Στο φως του Αιγαίου, του Ιονίου, του Κρητικού και του Μυρτώου. Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Κρήτη, Βόρειο Αιγαίο, Σποράδες, Επτάνησα. 
Παράθυρα σε όλη την Ελλάδα, ανοιχτά, φωτεινά, γεμάτα χρώματα κι αρώματα. Με εικόνες από την πιο όμορφη εποχή. Και με τα λόγια Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών να μιλούν για την Ελλάδα, για το καλοκαίρι, για το φως.

 της Ρένιας Τσιτσιμπίκου

Τούτα τα νησιά λεγότανε στ' αρχαία Κυκλάδες, επειδής βρίσκουνται ολοτρόγυρα στο μικρό νησάκι της Δήλος, που το' χανε οι αρχαίοι Ελληνες για αγιασμένο, όπως εμείς έχουμε τον Αγιο Τάφο. Τη θάλασσα που τα λούζει τη λέγανε Αιγαίο Πέλαγο, και σαν ήρθανε στα νησιά οι Φράγκοι, τότες τη βγάλανε Αρχιπέλαγο, δηλαδή Αρχαίο Πέλαγο.
Κοιτάζοντάς τα απάνου στη χάρτα, όπως είναι σκορπισμένα ανάμεσα στις δύο μεγάλες στεριές, την Ασία απ' τη μια μεριά και την Ευρώπη απ' την άλλη, τα πλάθεις με τη φαντασία σου σαν γλάστρες φουντωμένες, που ξεβγαίνουνε απ' τα γαλαζούμενα νερά πρόσχαρες και δροσολουσμένες. Σαν ταξιδεύεις όμως και τα βλέπεις από κοντά, βλέπεις πως σ' έβγαζε ψεύτη η φαντασία σου.
Φώτης Κόντογλου, «Ταξείδια», Τα νησιά τ' αρχιπελάγου

Οταν το καράβι θα φύγει, την επαύριον, απ' τη Σαντορίνη, όλα γίνονται απίθανα και φανταστικά. Ψηλά, στα άσπρα χωριά, τα κρεμαστά στους βράχους, οι γυναίκες βγάζουν καθρέφτες, παίζουν τους καθρέφτες μες στον ήλιο, κι όλο το νησί είναι σα να σείεται, να πάλλεται απ' το παιχνίδι του φωτός. Το βαπόρι σφυρίζει δαιμονισμένα, περνά ξυστά στους βράχους, πάνω στα κρεμαστά νερά, ρίχνει βεγγαλικά. Χρωματιστά σινιάλα ανεμίζονται στ' άσπρα καλύβια.
Η Σαντορίνη έφυγε. Αλλά τίποτα δεν είναι πιο σταθερό, πιο αναντικατάστατο, πιο βέβαιο απ' τη Σαντορίνη. Άμποτε να προορισθεί κάποτε η Σαντορίνη σ' όλους τους ανθρώπους.
Ηλίας Βενέζης, «Ανεμοι» Οδοιπορικό του μυθικού νησιού

Θα ξαναγυρίσουμε
Οταν οι ελιές θα ντύνουν στο χρυσάφι τα γέρικα όνειρά τους
Οταν τα μελτέμια θα κινούν να χαϊδέψουν τις εφήμερες πεζολογίες του νησιού
Οταν δυο μάτια σκοπελίτικα θα φωτιστούν απ' τη χαρά του γυρισμού
Τούτο το καλοκαίρι είτε το άλλο που θα 'ρθει
Δεν έχει σημασία πότε
Κάποιο καλοκαίρι τέλος πάντων θα ξαναγυρίσουμε
Πιο δυνατοί πιο μεστωμένοι
Έχοντας συνοψίσει το νόημα της πρώτης προσπάθειας
Πειθαρχώντας στη νοσταλγία του Αιγαίου
Θα ξαναγυρίσουμε
Συνοδευόμενοι από γυναικεία στήθια σ' ενάντιον άνεμο
Κι από το βασιλιά το Στάφυλο με το αρχαίο σπαθί του
Ποιος θα βρεθεί να μας τον ιστορήσει
Πιο νέοι πιο ξανθοί πιο ακμαίοι
Χωρίς αυταπάτες μ' αγκαλιές γιασεμιά
Να φυτέψουμε στου πελάγους τη ράχη
Τον σπόρο του έρωτά μας
Κλείτος Κύρου «Θα ξαναγυρίσουμε»

Τούτο δω το μανιασμένο πέλαγος είναι σήμερα ένα αλλιώτικο Αιγαίο. Προκαλεί τον ουρανό σφυρίζοντας δαιμονικά με χίλια στόματα, πηδώντας προς αυτόν μ' όλη την ελαστικότητα των κυμάτων του, μ' όλα τα φτερά των αφρών του και των γλάρων του. Κι έτσι όπως προσπαθώ να συλλάβω την ασήμαντη ανθρώπινη παρουσία μου μέσα σε τούτο το συμφωνικό μα και ζωγραφισμένο μαζί ποίημα των οργισμένων στοιχείων, θυμάμαι τους στίχους ενός ποιητή, που σε μια τέτοια στιγμή θα την είδε τη θάλασσα, όταν την είπε «Υδρα απόλυτη, μεθυσμένη από τη γαλάζια σάρκα της, δαγκάνοντας τη σπιθόβολη ουρά της...»
Αντρέας Καραντώνης «Ελληνικοί χώροι», Ωρα υδραίικου καλοκαιριού

Μένει πάντα ένα από τα πολυτιμότερα μου αποκτήματα η θαυμάσια καλοκαιρινή ώρα του Ιονίου: αυτή η θάλασσα της χίμαιρας, η γεμάτη φωσφορισμούς, η διάφανη κ' η αναλυτή σαν το ρευστό ασήμι κάτω από τον ομορφότερο από τους ήλιους του κόσμου, η ευωδιασμένη από την «μυρωδίαν των χρυσών κίτρων».
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος «Μορφές της ελληνικής γης», Η μεταβυζαντινή Ζάκυνθος

Ωχρα, κεραμίδι, λευκό, μέσα στο άφθονο πράσινο των φυλλωμάτων,
μέσα στο γαλανό τ' ουρανού και της θάλασσας. Ωραίες αναλογίες,
κι αυτή η χαρά της φιλικής συμμετοχής, σαν να 'χαμε
συντελέσει κι εμείς στη διαλογή και στη διάταξη χρωμάτων και σχημάτων
κρατώντας μιαν ευγενικήν ανωνυμία.
Ωστόσο,
αυτά τα πέντε θολωτά παράθυρα, όπου πέντε κορίτσια
παραμέρισαν τις άσπρες κουρτίνες να κοιτάξουν τη θάλασσα-
η μια κρατούσε ένα σταφύλι ραμφίζοντας μία μία
τις μαβιές ρώγες˙ η άλλη χτένιζε τα μαύρα μαλλιά της˙
η τρίτη κρατούσε ένα μαντίλι - κι ίσως ένευε στην άσπρη βάρκα˙
οι δυο άλλες στρογγύλευαν τα χείλη τους, σαν να 'ταν
να σφυρίξουν ένα μικρό τραγούδι ερωτικό.
Λοιπόν
αυτά τα πέντε παράθυρα θα 'θελα, σαν ένα πεντάστιχο ποίημα,
να τα υπογράψω καλλιγραφικά και ολογράφως με τ' όνομά μου.
Γιάννης Ρίτσος «Το ποίημα-Ποζιτάνο»

Κατεβήκαμε στην ωραία αμμουδιά της Λίνδου. Κολυμπήσαμε και κει, μέσα στον ήλιο που κυλούσε σαν καταρράχτης χρυσός από τα ρόδινα τείχη, και έκαμε τη θάλασσα να γεμίζει από ασημένιες πεταλούδες. Και σαν βγήκαμε από το νερό, μας κέρασαν οι Λίνδιοι ένα κρασί γλυκό και μυρουδάτο σαν το καλύτερο Σαμιώτικο κι ακόμα καλύτερο. Ο ήλιος της Ρόδου είταν αναλυτός και κει μέσα, και βαρούσε γλυκά στο κεφάλι.
Στρατής Μυριβήλης «Απ' την Ελλάδα» Η αυτοκρατορία του καπλαμά

Οπου κι αν σταθεί, στον τόπο τούτο, σε στεριά ή σε θάλασσα, θα βρεις κ' έν' άλλο πρόσωπο ν' αγαπήσεις, μια λεπτομέρεια ικανή να δεθεί με τη βαθύτερη ύπαρξη σου. Οταν μνημονεύω την Κέρκυρα, θυμούμαι πάντα τη φραγκοσυκιά. Οταν μνημονεύω την Άντρο, θυμούμαι πάντα την τοιχογυρισιά με τους όρθιους γαλάζιους σχιστόλιθους. Όταν μνημονεύω τη Θάσο, θυμούμαι πάντα το αρχαίο μάρμαρο, ζεστό και οικείο, στο διάφανο ίσκιο της σπιτικής ελιάς. Ετσι ζεστό και οικείο νιώθω και τον πωρόλιθο στον Επικούρειο Απόλλωνα των Βασσών ή στην Αφαία της Αίγινας.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος «Θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου»

Το βράδυ θα πέφτει πάντα στα νερά. Γείρε στην προκυμαία
όταν μακραίνουν τα φώτα της πόλης και πες δεν έμεινε
τίποτα
στα λιόδεντρα που δένονται με τη θάλασσα. Oπου κι αν πας
θ' αρχίζεις ένα αίσθημα και θα τ' αφήνεις μισό τελειωμένο
Γείρε και πες δεν έμεινε τίποτα
μια ξεραμένη μέδουσα πάνω στο βράχο
το χέρι μου ανεπαίσθητα στον ώμο και η μαλακή γραμμή
του ορίζοντα
στα μάτια σου
Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου «Κέρκυρα»

Βαδίζουμε προς το Μεροβίγλι, μέρα φθινοπωρινή, πνιγμένοι στο φως. Τ' άσπρα καμπαναριά των ξωκκλησιών, γραμμή εξαίσια, αρμονία, γράφονται πλαί στους γυμνούς, ρημαγμένους ανεμόμυλους. Σκέπτομαι το σοφό ένστικτο, την αρμονία αυτή που άνθισε πρώτα μες στην καρδιά των απλοϊκών μαστόρων του νησιού για να γίνει έπειτα, περασμένη από γενιά σε γενιά, παράδοση και παρακαταθήκη. Πόσο όλα, στα κτίσματά τους, είναι μες στα μέτρα του ανθρώπου.
Ηλίας Βενέζης, «Ανεμοι» Οδοιπορικό του μυθικού νησιού

Το ίδιο φως το είχα συναπαντήσει στη Σαντορίνη πρωτύτερα. Είταν το κάθετο, το ανεξιλέωτο φως των Κυκλάδων. Καταμεσήμερο και κατακαλόκαιρο. Σμαράγδιζαν τα νησιά, χρυσογάλανη στην άκρα της απανεμιά σπινθηροβολούσε και τρεμοφέγγιζε η θάλασσα. Έπεφτε στ' άσπρα νησιώτικα δώματα το φως, έπεφτε στ' αρχαία μάρμαρα της Θήρας, έπεφτε και στο ασβεστωμένο μοναστήρι του Προφητηλία, που βιγλίζει τη θάλασσα της Κρήτης, κ' είταν μια φλόγα ξανθή στερεοποιημένη θα έλεγα, μια ουσία αισθητή στην αφή, που άχνιζε, που έτρεμε, που έδενε τη γης και το νερό με τον ολόφωτο ουρανό, με τα επουράνια. Είχε μιαν άλλη ποιότητα εκείνη την ώρα κι ωστόσο, είταν το ίδιο το φως, μια δύναμη που εξαφανίζει το βάρος, που γυμνώνει, που πνευματώνει.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος «Θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου»

Απ' το κανάλι οι πάσσαρες με τ' απλωτά πανιά
γυρίζουν πρίμα,
μας φέρνουν τα ζακυθιανά λουλούδια τ' ακριβά,
το πέρασμά τους γλύκανε κ' εσένα, πικρό κύμα!
Και πιο καλοπιθύμητα και πιο φανταχτερά
κι από τα κρίνα,
πάσσαρες γοργοσάλευτες, με τ' άσπρα σας φτερά,
μας φέρνετε τ' αγόρια μας απ' τη μεγάλη Αθήνα.
Κι ανοίχτε, λιακωτά, χλωρά, φουντώστε, πασκαλιές,
του πόθου τη σκόλη˙
και σείστε τα μαντήλια σας ανάερα, λιγερές˙
παραμονεύουν οι έρωτες˙ ετοιμαστήτε, μώλοι, το καλοκαίρι μύρισε˙ προσμένουν οι αμμουδιές
και τα πρυάρια,
πριν έμπης, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές˙
οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια.
Κωστής Παλαμάς «Το καλοκαίρι»

Στ' ακροθαλάσσι, μπρος στη φωτεινή, την ονειρώδη γαλήνη του γλαυκού Παγασητικού, βλέπεις γέρικες βάρκες, ξεχασμένες σε μια γλυκιά υπνηλία
κάτω από τις ασημένιες ελιές βόσκουν νωθρά κοπάδια προβάτων σ' όλο το μάκρος του δρόμου κυλάν ρυάκια ανάμεσα από παπαρούνες και χαμομήλια οι κερασιές είναι ανθισμένες, κι ο ανοιξιάτικος αέρας είναι γεμάτος ευωδιές.
Κώστας Ουράνης «Ταξίδια στην Ελλάδα», Το παραδεισιακό Πήλιο

Το χώμα μύριζε, κι από τους λεμονανθούς κρεμούσαν στάλες δροσούλα και παιχνίδιζαν στον ήλιο. Άξαφνα ανάλαφρο αγεράκι φύσηξε, κι ένας ανθός χτύπησε το μέτωπό μου και με ράντισε- ανατρίχιασα σαν να με άγγιξε αόρατο χέρι, κι όλη η γης μου φάνταξε σαν την Ελένη, γελοκλαμένη, νιόλουστη. Ανασήκωνε τα κεντημένα με λενοναθούς πέπλα και με την απαλάμη στο στόμα, ολοένα ανανεούμενη παρθένα, ακολουθούσε έναν άντρα, τον πιο δυνατό, έλαμπε η στρογγυλή πατούσα της αιματωμένη.
Νίκος Καζαντζάκης «Αναφορά στον Γκρέκο»
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία: 20ος αιώνας Η άνθηση και η ακμή», Αννίτα Π. Παναρέτου
Photo Editor: Ελένη Μπελιώτη