Ερμού, η οδός της «τρυφηλής ασωτίας»
Μαζί με την Αιόλου, αποτελούσαν τους κεντρικούς δρόμους της Παλιάς Αθήνας κατά τα πρώτα Οθωνικά χρόνια. Γεμάτη εμπορικά καταστήματα, κυρίως γυναικείων ρούχων, η Ερμού ήταν ανέκαθεν πόλος έλξης του γυναικείου πληθυσμού.
Ακόμη και οι Βαυαροί, που δεν άργησαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους (1843), την πήραν χαμπάρι και της έδωσαν το παρατσούκλι: η οδός της «τρυφηλής ασωτίας».
Στο βιβλίο του για την Αθήνα του 1850, ο Μπάμπης Άννινος θα γράψει σχετικά:
«Η ζωή της πόλεως κατά την ημέραν έσφυζεν ιδίως περί την διασταύρωσιν των δύο κεντρικών οδών Αιόλου και Ερμού. Εις αυτάς προ πάντων ευρίσκοντο τα διάφορα εμπορικά καταστήματα, οπόθεν άρρενες και θήλεις επρομηθεύοντο τα χρειώδη. Αλλά ταύτα δεν ήσαν αποκλειστικώς αποθήκαι υφασμάτων και κοσμημάτων και σκευών και ειδών πολυτελείας.
»Δύναμαι να βεβαιώσω εξ ιδίας αντιλήψεως ότι εις το ανώτερον τμήμα της οδού Ερμού, το από της Καπνικαρέας μέχρι της πλατείας του Συντάγματος, εκεί όπου σήμερον δεσπόζει το κράτος της κομψής αμφιέσεως και όπου το αιωνίως φιλάρεσκον θήλυ πορεύεται εις το καθημερινόν προσκύνημα των ιδιοτροπιών του συρμού (σ.σ. εννοεί της μόδας), υπήρχον ακόμη μέχρι προ πεντήκοντα και έλαττον ίσως ετών μεταξύ άλλων εργαστηρίων και πρατηρίων και δύο τρία παντοπωλεία, εις τα πρόθυρα των οποίων το ρυπαρόν μπακαλόπουλον διελάλει –τι βεβήλωσις αλήθεια! – τις μοσχομυρωδάτες σαρδέλλες!»
Ιδιαίτερα καταστήματα της Ερμού
Ο Άννινος έχει σίγουρα κατά νου το μαγαζί του έντιμου μεγαλομπακάλη της Ερμού, Σταμάτη Κουζουλούδη, που εθεωρείτο «κοσμητής της αγοράς». Σημειώστε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι ο χαρακτηρισμός «έντιμος» είχε εκείνη την εποχή μεγαλύτερη σημασία από το «μεγαλομπακάλης»!
Στην Ερμού υπήρχαν τότε δύο ειδών ραφτάδες για τους άνδρες: οι «Ελληνοράφτες» (που ασχολούνταν με τη φουστανέλα) και οι «Φραγκοράφτες» (για «ευρωπαϊκά ενδύματα»). Για τις κυρίες, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Όλες πήγαιναν στη Γαλλίδα Λιζιέ, που ίδρυσε πρώτη ευρωπαϊκό ραφείο για γυναικείες τουαλέτες, όπως αποκαλούσαν τότε τα φορέματα!
Ένα άλλο αγαπημένο μαγαζί της Ερμού, εκείνη την εποχή, ήταν του Ροδόλφου Μάιφαρτ. Με τα είδη δώρων που έφερνε απ’όλη την Ευρώπη, στόλιζε τα αριστοκρατικά σπίτια της Παλιάς Αθήνας.
Αντιλαμβάνεσθε, ότι όλο αυτό το συνονθύλευμα καταστημάτων, μικρών ξενοδοχείων και καφενείων, στα οποία αργότερα προστέθηκαν και πολυάριθμα ζαχαροπλαστεία, συγκέντρωνε πολύ κόσμο. Ήδη, στο σημείωμά μας για την πλατεία του Συντάγματος, αναφερθήκαμε εκτενώς για τον Ζαβορίτη και το καφέ-ζαχαροπλαστείο του στις αρχές της Ερμού, και για το απέναντί του, πολυτελές ξενοδοχείο της Αγγλίας.
Μιλώντας για τα ζαχαροπλαστεία της περιόδου 1880-1910 (Belle Époque), να μην λησμονήσουμε ένα πολύ αγαπητό μαγαζί της Ερμού, εκείνο του «Τζίτζικα». Ο λόγος; Ιδιαίτερος! Είχε μεταβληθεί σε αισθηματικό κέντρο των νεαρών! Εδώ φύλαγαν καρτέρι οι νεαροί κομψευόμενοι, άψογα πάντα ντυμένοι και με άνθος στην «κομβιοδόχη», έτοιμοι να φλερτάρουν με τις κυρίες και τις δεσποινίδες που τους ανέβαζαν τους χτύπους της καρδιάς των!
Επειδή, μάλιστα, όσοι ανεβοκατέβαιναν την Ερμού παρακολουθώντας τις κυρίες που σύχναζαν στα εμπορικά είχαν το παρατσούκλι «εργολάβοι», το ζαχαροπλαστείο προς «τιμήν τους» ονόμασε ένα γλύκισμά του «εργολάβο»! Το όνομα διατηρήθηκε και μετά τον πόλεμο του 1940. Μια πάστα του ίδιου ζαχαροπλαστείου, που συνέχισε και αυτή τη νικηφόρα πορεία της και μετά τον πόλεμο, ήταν η «Κοπεγχάγη». Αυτή βγήκε, φυσικά, προς τιμήν της πρωτεύουσας της Δανίας, πατρίδας του Βασιλέως Γεωργίου.
Κατά τη διάρκεια της Belle Époque άλλαξε η εμπορική σημασία των κεντρικών δρόμων. Η Ερμού με την Σταδίου «συμμάχησαν» και κατέλαβαν την πρώτη θέση, ενώ το «δίδυμο» Αιόλου-Αθηνάς πέρασε στη δεύτερη θέση. Η «Εφημερίς» θα γράψει σχετικά το 1891:
«Ούτως αι Αθήναι εις τινά κέντρα αυτής μεταβάλλονται ολίγον εις Μιλάνον και ουχί σπανίως νομίζει τις ότι ευρίσκεται εις γωνίαν τινά παρισινού βουλεβάρτου. Κυρίως η συγκέντρωσις του πλήθους γίνεται εις τας οδούς του Ερμού και του Σταδίου, κατά δεύτερον δε λόγον εις τας οδούς του Αιόλου και της Αθηνάς. Από πολλού αι δύο πρώται αυταί οδοί κυριαρχούσι του αθηναϊκού εμπορίου. Εις αυτάς συνεκεντρώθησαν τα ε-μπορικά των ειδών της πολυτέλειας και των γυναικείων καλλωπισμών, πράγματα ελκύοντα τας κυρίας, ως τας χρυσαλίδας ή φλοξ [...]
»Αι οδοί του Αιόλου και της Αθηνάς δεν απέβαλον εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικών οδών ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των [...]».
Στις παρόδους της Ερμού λειτουργούσαν μετά το 1900 και πάρα πολλές μικρές βιοτεχνίες ρούχων και καπέλων. Μετά τις 5 το απόγευμα η Ερμού γέμιζε κορτάκηδες και λοιπούς λιμοκοντόρους που δοκίμαζαν την τύχη τους με τις αμέτρητες μοδιστρούλες και καπελούδες, που πλημμύριζαν το δρόμο.
Στο Ελδοράδο των γυναικών
Ας αφιερώσουμε το σημείωμά μας αυτό στις Ατθίδες μας και ας τις παρακολουθήσουμε στα «περάσματά» τους από την Ερμού. Μαζί μας, ο νεαρός τότε ρεπόρτερ Δημήτρης Ψαθάς («Αθηναϊκά Νέα», 1931).
«Ιερά στιγμή. Η κυρία βαδίζει προς τα μαγαζιά. Η οδός Ερμού πρώτα, και κατόπιν όλοι οι άλλοι δρόμοι της οικουμένης. Είνε η οδός που οδηγεί κατ’ευθείαν εις την ευτυχίαν της. Όποιος ομιλήση για την γυναικείαν ψυχολογίαν και τα γούστα, για τας μεγάλας συγκινήσεις του θήλεως χωρίς ν’αναφέρη τα κύματα της μετάξης που είνε επιμελώς τυλιγμένα στα τόπια κι’αραδιασμένα εκεί, εις τα μεγάλα καταστήματα, είνε ασφαλέστατα εις το κεφάλαιον της γνώσεως των γυναικών αστοιχείωτος.
»Μέσα σε μίαν βιτρίνα είνε κλεισμένο το άπαντον των ονείρων της. Ένα κατάστημα της οδού Ερμού αποτελεί το Ελδοράδο της. Καμμία υπερβολή… Η γυναίκα εις την θριαμβευτικωτέραν εκδήλωσιν του φύλου της, εις τον έρωτα, υπήρξεν ανέκαθεν άπιστη. Εις το μετάξι όμως, εις την τουαλέττα της, ποτέ. Βάλτε την ανάμεσα εις τον ιδεωδέστερον εραστήν και σε ένα κομψό φουστάνι. Θα διαλέξη χωρίς τον παραμικρότερο δισταγμό το δεύτερον. Βάλτε ακόμη μπροστά της, αν θέλετε, το πολυτιμότερον έντυπον, μνημείον της ανθρωπίνης διανοήσεως και ένα φιγουρίνι. Θ’απλώση το χέρι απ’ευθείας στο δεύτερο.
»Μην αμφιβάλλετε… Προσέξτε αυτό το βλέμμα που έχει καρφωθή εις την βιτρίναν του μεγάλου καταστήματος της οδού Ερμού. Εραστής εις τας πλέον παθητικάς στιγμάς των ερώτων του δεν το εγνώρισε. Η κυρία βαδίζει σιγά και σταματά κατά διαλείμματα, προσέχει, απολαμβάνει τα χρώματα, τις πτυχές, τα παιγνίδια της μετάξης πίσω από το κρύσταλλο της βιτρίνας. Είνε όλη όνειρα, αγάπη, αφοσίωση…
»Δεν ξέρω πώς ημπορεί να είνε ο παράδεισος των ανδρών. Πάντως ο παράδεισος των γυναικών, δεν ημπορεί να είνε άλλος από αυτό το μεγάλο κατάστημα, όπου παρελαύνει, από το πρωί μέχρι το βράδυ, όλος ο ωραιόκοσμος της πρωτευούσης. Νεαρά κορίτσια, που εργάζονται ολόκληρον τον μήνα για να εξοικονομήσουν ένα χιλιόδραχμο, νεαρές κυρίες που διεξάγουν ομηρικούς καυγάδες να αποσπάσουν από τα χέρια του συζύγου των μερικά εκατοστάρικα, εύπορες κυρίες που πηδούν με χάρι σουμπρέττας από την λιμουζίνα, αλλά και φτωχούλες νοικοκυρές και κορίτσια του λαού που υποβάλλονται σε χίλιες στερήσεις, και άλλα που ρευστοποιούν ένα μέρος από τα θέλγητρά των για ν’αποκτήσουν τ’απαραίτητα, περνούν όλη την ημέρα με συγκίνησιν εμπρός από τον πάγκον, όπου απλώνεται το κύμα της ευτυχίας.
»Τον βλέπετε αυτόν τον υπάλληλον με τον πήχυν στα χέρια; Είνε ο άγιος Πέτρος με το κλειδί του παραδείσου. Και μετρά, μετρά ο δυστυχής, από όρθρου βαθέος. Κατεβάζει τόπια, ανοίγει, εξυμνεί τας αρετάς του προϊόντος, παλεύει με την πάλην του θήλεως του οποίου το μάτι πλέει μέσα εις αυτό το πέλαγος της χαράς με ηδονήν και προσπαθεί να σταθεροποιήση κάπου την προτίμησίν του. Αλλά το εγχείρημα είνε τόσον δύσκολον. Η στιγμή της εκλογής, της προτιμήσεως, του «κόψε μου έξη πήχες», δεν γνωρίζει οίκτον. Είνε το φινάλε εις ένα γοητευτικόν ρωμάντζο, το οποίον το θηλυκόν εννοεί να το τραβήξη όσο μπορεί περισσότερον.
-Έχετε ζωρζέττες, παρακαλώ;
-Από ζωρζέττες, μαντάμ… όλα τα είδη και όλα τα χρώματα.
»Και αρχίζει το πρώτον μέρος του δράματος. Αι λέξεις «όλα τα είδη και όλα τα χρώματα» πρέπει να μεταβληθούν αμέσως σε πραγματικότητα. Τα ράφια ερημώνονται στο λεπτό κι’ο πάγκος μεταβάλλεται σε βουνό μετάξης.
-Τι λες, Ελενίτσα; Καλό είνε αυτό το γκρενά…
-Ναι, μα κι’αυτό το κίτρινο συνηθίζεται.
-Αχ, γλυκό που είνε αυτό το ροζ!...
»Ο υπάλληλος προσπαθεί να παρέμβη εις αυτήν την σύγχυσιν των προτιμήσεων και να εισηγηθή τα πολύτιμα γούστα του και την πείραν του.
-Να πάρετε απ’αυτό μαντάμ. Ολόκληρο το τόπι το εξηντλήσαμε σε δυο μέρες.
-Αλήθεια; Έχετε δίκηο… Μα εγώ προτιμώ το γκρενά.
»Ξετυλίγονται εκ νέου τα τόπια, μεταφέρονται κοντά στην πόρτα για να φαίνωνται στο φως του ήλιου καλύτερα τα χρώματά των, επακολουθούν νέες συζητήσεις, της οποίες καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες να φέρη εις πέρας ο υπάλληλος, χαμένος πίσω από τον πανύψηλον σωρόν, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
-Πάμε να δούμε και αλλού, Ελενίτσα;
-Πάμε καϋμένη… Ίσως βρούμε καλύτερα.
-Μας συγχωρείτε για την ενόχλησι, κύριε… Άλλη φορά θα ψωνίσουμε από δω… αν βρούμε κάτι να μας αρέση.
»Ποιο όμως είνε αυτό το κάτι που θ’αρέση; Είνε αδύνατον να καθορισθή. Διότι το θήλυ που εβγήκε να ψωνίση ενθουσιάζεται από όλα. Και επειδή είνε αδύνατον να τα προμηθευθή όλα, κάνει την βόλτα των καταστημάτων, ψάχνει τα πάντα, εγγίζει τα πάντα, συζητεί για ολόκληρον την παραγωγήν όλων των εργοστασίων του κόσμου, ώσπου να καταλήξη κάπου. Δεν σας συνέβη ποτέ να περνάτε το πρωί από την οδόν Ερμού, να δήτε δυο γυναίκες να μπαίνουν σ’ένα κατάστημα και το μεσημέρι που φεύγετε από την δουλειά σας να της δήτε της ίδιες πάλι να βγαίνουν επί τέλους από κάποιο άλλο με τα πακετάκια υπό μάλης; Είνε συνηθέστατον.
»Η στιγμή της εκλογής είνε πράγματι συγκινητική. Όταν επιστή όμως, αρχίζει το δεύτερον μέρος του δράματος.
-Τι στοιχίζει αυτό το κρεπ-ντε-σιν;
-Εκατό δραχμάς, μαντάμ…
»Τα μάτια της μαντάμ γεμίζουν έκπληξιν και οργήν.
-Εκατό δραχμές; Τι λες, παιδί μου… Τώρα δα στο πλαϊνό, μας το είπαν ογδόντα.
-Δεν είνε της ιδίας ποιότητος, μαντάμ. Τα δικά μας υφάσματα είνε ασυναγώνιστα.
»Αλλά το επιχείρημα δεν συγκινεί.
-Αστειεύεστε; Το κρεπ-ντε-σιν του πλαϊνού καταστήματος ήταν ανωτέρας ποιότητος! Λοιπόν θα μου το δώσετε ογδόντα δραχμές;
-Αδύνατον, κυρία μου! Δεν συμφέρει… Σας βεβαιώ, ότι πουλάμε στο κόστος. Δεν μας μένει τίποτε.
-Καλά τότε. Είμαστε σύμφωνοι. Θα μου το δώσετε με… ενενήντα δραχμές!
»Και κατόπιν πολλών αγώνων, κλείνεται η συμφωνία και δίδεται η εντολή να μετρηθούν έξη πήχες. Την στιγμή δε που ο υπάλληλος ετοιμάζεται να κόψη, γίνεται η τελευταία απόπειρα:
-Πήγαινε λιγάκι παραπέρα το ψαλλίδι, παιδάκι μου!... Δε χάλασε ο κόσμος!...
»Όσοι θέλουν να σπουδάσουν την γυναίκα, ας ανοίξουν ένα εμπορικό στην οδόν Ερμού. Με τον πήχυν εις το χέρι, θα ημπορούν να επιδοθούν εις τας σοφωτέρας των ψυχολογικών μελετών…»
Και επειδή φαντάζομαι ότι οι άρρενες αναγνώστες μειδιούν χαιρέκακα, θα τους πρότεινα ν’ αφήσουν τα γελάκια και να εντρυφήσουν στην εξής σκέψη του Εμμανουήλ Ροΐδη:
«Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν’αποκρύπτη τις επιμελώς δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του».
Αν δυσκολεύεσθε να βρείτε το βαθύτερο νόημα της πιο πάνω ρήσης, συνεχίστε διαβάζοντας:
Πόσο στοιχίζει η γοητεία;
«Πόσο στοιχίζει άραγε η γοητεία; Τι να κοστίζη η κομψότης; Με ποιες οικονομικές θυσίες αγοράζεται το «αμπαλάζ» των εμψύχων «ειδών πολυτελείας», που το πέρασμά τους στο δρόμο, προκαλεί ολόκληρη αναστάτωση στα δυστυχή αιμοφόρα αγγεία μας;
»Κανείς οικονομολόγος δεν καταδέχθηκε ν’απασχοληθή ποτέ με τέτοιου είδους ελαφρά προβλήματα. Και μόνον ο μπαμπάς ή ο σύζυγος, ο κατ’ανάγκην «οικονομολόγος» της οικογένειας, απησχολήθη μαζί τους σοβαρά, σοβαρώτατα και επανειλημμένως. Εξενύχτησε επάνω τους με το μολύβι στο χέρι και επήρε θέσιν εξαιρετικού πελάτου του «FABER», του οποίου τα «Νο 2» κατηνάλωνε αφειδώς με τους αιωνίους ανισοσκελίστους προϋπολογισμούς του!...
-Παλτό 4.000… Γάντια 250!... Όχι… Παλτό τρισήμισυ… Γάντια διακόσιες… Όχι, παλτό τρεις! Γάντια εκατόν εβδομήντα πέντε…
-Μα τι λες τώρα, Παντελή; Μ’εκατόν εβδομήντα δραχμές δεν αγοράζεις ούτε πάνινα! Εγώ θέλω γουρουνόδερμα, κατάλαβες;
-Καλά, έστω, γουρουνόδερμα… Λοιπόν, γάντια διακόσιες πενήντα…
-Τι λες καλέ; Τετρακόσιες και βάλε…
-Τι να βάλω; Δεν βγαίνουνε!
»Και επήρχετο η ρήξις. Και επάγωνε η θαλπωρή της οικογενειακής εστίας! Και «ους ο Θεός συνέζευξε»… τους έπαιρνε ο διάολος και τους εσήκωνε!...
»Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους, με την τάξιν και την σχολαστικότητα που απαιτείται δια να εμφανισθή… ένα οικονομικόν άρθρον! Τι στοιχίζει η γυναίκα, για να ντυθή, να εμφανισθή, να «αμπαλλάρη» τη γοητεία της, να «τυλίξη την καλλονή της και να… τυλίξη, επίσης, κάποιον που θα πληρώνη τον φόρον του έρωτος; Απ’ευθείας δεν μπορεί ν’απαντήση κανείς. Γιατί υπάρχουν ειδών-ειδών γυναίκες: Υπερπολυτελείας, πολυτελείας, πρώτης ποιότητος, δευτέρας ποιότητος και… φθηνές.
»Δε μας ενδιαφέρουν παρά οι πρώτες κατηγορίες. Κι’αρχίζουμε απ’τη γυναίκα-υπερπολυτελείας, τη σικ κυρία, τη «φίρμα» του κοσμικού ρεπορτάζ. Ψυχρά, ξερά και σοβαρά, θα ομιλήσουν οι Αυτών Εξοχότητες οι κ.κ. Αριθμοί:
Χειμερινή σαιζόν: (μήνες πέντε)
1)Ένα «πτι-γκρι» ή κοντό γούνινο παλτό για βράδυ ή άλλο γουναρικό (σε κάθε σαιζόν κάτι θα χρειάζεται)… 50.000
2)Δέκα –τουλάχιστον- ζευγάρια παπούτσια προς 900 δραχμές το ένα, κατά μέσον όρον… 9.000
3)Τριάντα ζευγάρια κάλτσες προς 350 το ζευγάρι… 10.500
4)Πέντε ως οχτώ βραδυνές τουαλέττες. Εδώ το ποσόν είνε ανυπολόγιστον. Ένα «μοντέλο» κοστίζει από 10.000-30.000. Αν υπολογισθή ότι τα μισά ή τα περισσότερα δεν θα είνε «μοντέλα», πρέπει να ληφθή ως βάσις η τιμή των υφασμάτων για βραδυνή τουαλέττα. Τα εφετεινά –συνδυασμός μαύρου και λαμέ στην υφή ή κόκκινον και λαμέ ή ασπρόμαυρον «γκωφρέ» με λαμέ-, στοιχίζουν 675-750 δραχμές τον πήχυ. Οχτώ πήχες –πρόκειται περί βραδυνού- κάνουν 5.400-6.000. Ραφτικά άλλες 2-2.500= 7.400-8.500. Αν πούμε ότι θα γίνουν πέντε τουαλέττες βραδυνές, εκ των οποίων ένα μοντέλο αξίας 15.000 –μετριώτατοι δηλαδή υπολογισμοί-, έχουμε αμέσως-αμέσως… 49.000
5)Δύο φορέματα σπορ από 350 περίπου ο πήχυς, 12 πήχεις, σύνολον δραχμές 4.200 και –ας πούμε- 1.600 ραφτικά… 5.800
6)Πέντε ως έξη «αμπιγιέ». Από 400-500 ο πήχυς, 18.000 το ύφασμα. Και 6.000 ραφτικά… 24.000
7)Τέσσερες τσάντες 6.000
8)Οκτώ καπέλλα, αν υπολογισθούν και ένα ή δύο μοντέλλα… 15.000
9)Γάντια, οχτώ ζευγάρια προς 400-600… 4.000
10)Μανικιούρ, πεντικιούρ, μαλλιά… 15.000
11)Αρώματα, καλλυντικά… 30.000
12)Κοσμήματα (αλλαγές «δεσίματος», όχι αγορά καινούργιων)…15.000
13)Απρόβλεπτα… 3.000
ΣΥΝΟΛΟΝ 236.300
»Αν υποτεθή τώρα, ότι το κοντύλι των γουναρικών θ’αποσβεσθή σε δύο χειμώνες –πράγμα απίθανον, εννοείται-, τότε το ποσόν μειώνεται. Το κόστος, λοιπόν, της γυναικείας κομψότητος για την χειμερινή σαιζόν, κυμαίνεται μεταξύ 230 και 250.000. Η κομψότης, δηλαδή, της υπερπολυτελούς κυρίας, έχει ανάγκην 45-50.000 δραχμών τον μήνα! …Και χωρίς να υπολογισθούν τα «dessus»! Ήτοι, 600.000 το χρόνο που αντιπροσωπεύουν τον τόκο έξη ως επτά εκατομμυρίων! Κατ’αναλογίαν, κοστίζει η απλώς πολυτελής κυρία και η γυναίκα πρώτης ποιότητος.
»Η Γοητεία, λοιπόν, είνε το ακριβώτερο είδος που υπάρχει στον κόσμο! Και τι τα θέλετε; …Της αξίζει! Ο ρυθμός της Ζωής γι’αυτήν κινείται κι’αυτήν πλαισιώνει…
»Κάθε είδος, όσο και να είνε «εκλεκτής ποιότητος», έχει ανάγκη εξωραϊσμού καλής εμφανίσεως! Η εντύπωσις, η παρουσίασις, είνε το παν. Και στα πούρα και στα μπομπόνια και στη Γυναίκα!...»
Θα κλείσουμε μ’ένα τραγουδάκι εξαιρετικά αφιερωμένο στις μοδιστρούλες της Ερμού:
paliaathina.com
Μαζί με την Αιόλου, αποτελούσαν τους κεντρικούς δρόμους της Παλιάς Αθήνας κατά τα πρώτα Οθωνικά χρόνια. Γεμάτη εμπορικά καταστήματα, κυρίως γυναικείων ρούχων, η Ερμού ήταν ανέκαθεν πόλος έλξης του γυναικείου πληθυσμού.
Ακόμη και οι Βαυαροί, που δεν άργησαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους (1843), την πήραν χαμπάρι και της έδωσαν το παρατσούκλι: η οδός της «τρυφηλής ασωτίας».
Στο βιβλίο του για την Αθήνα του 1850, ο Μπάμπης Άννινος θα γράψει σχετικά:
«Η ζωή της πόλεως κατά την ημέραν έσφυζεν ιδίως περί την διασταύρωσιν των δύο κεντρικών οδών Αιόλου και Ερμού. Εις αυτάς προ πάντων ευρίσκοντο τα διάφορα εμπορικά καταστήματα, οπόθεν άρρενες και θήλεις επρομηθεύοντο τα χρειώδη. Αλλά ταύτα δεν ήσαν αποκλειστικώς αποθήκαι υφασμάτων και κοσμημάτων και σκευών και ειδών πολυτελείας.
»Δύναμαι να βεβαιώσω εξ ιδίας αντιλήψεως ότι εις το ανώτερον τμήμα της οδού Ερμού, το από της Καπνικαρέας μέχρι της πλατείας του Συντάγματος, εκεί όπου σήμερον δεσπόζει το κράτος της κομψής αμφιέσεως και όπου το αιωνίως φιλάρεσκον θήλυ πορεύεται εις το καθημερινόν προσκύνημα των ιδιοτροπιών του συρμού (σ.σ. εννοεί της μόδας), υπήρχον ακόμη μέχρι προ πεντήκοντα και έλαττον ίσως ετών μεταξύ άλλων εργαστηρίων και πρατηρίων και δύο τρία παντοπωλεία, εις τα πρόθυρα των οποίων το ρυπαρόν μπακαλόπουλον διελάλει –τι βεβήλωσις αλήθεια! – τις μοσχομυρωδάτες σαρδέλλες!»
Ιδιαίτερα καταστήματα της Ερμού
Ο Άννινος έχει σίγουρα κατά νου το μαγαζί του έντιμου μεγαλομπακάλη της Ερμού, Σταμάτη Κουζουλούδη, που εθεωρείτο «κοσμητής της αγοράς». Σημειώστε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι ο χαρακτηρισμός «έντιμος» είχε εκείνη την εποχή μεγαλύτερη σημασία από το «μεγαλομπακάλης»!
Στην Ερμού υπήρχαν τότε δύο ειδών ραφτάδες για τους άνδρες: οι «Ελληνοράφτες» (που ασχολούνταν με τη φουστανέλα) και οι «Φραγκοράφτες» (για «ευρωπαϊκά ενδύματα»). Για τις κυρίες, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Όλες πήγαιναν στη Γαλλίδα Λιζιέ, που ίδρυσε πρώτη ευρωπαϊκό ραφείο για γυναικείες τουαλέτες, όπως αποκαλούσαν τότε τα φορέματα!
Ένα άλλο αγαπημένο μαγαζί της Ερμού, εκείνη την εποχή, ήταν του Ροδόλφου Μάιφαρτ. Με τα είδη δώρων που έφερνε απ’όλη την Ευρώπη, στόλιζε τα αριστοκρατικά σπίτια της Παλιάς Αθήνας.
Αντιλαμβάνεσθε, ότι όλο αυτό το συνονθύλευμα καταστημάτων, μικρών ξενοδοχείων και καφενείων, στα οποία αργότερα προστέθηκαν και πολυάριθμα ζαχαροπλαστεία, συγκέντρωνε πολύ κόσμο. Ήδη, στο σημείωμά μας για την πλατεία του Συντάγματος, αναφερθήκαμε εκτενώς για τον Ζαβορίτη και το καφέ-ζαχαροπλαστείο του στις αρχές της Ερμού, και για το απέναντί του, πολυτελές ξενοδοχείο της Αγγλίας.
Μιλώντας για τα ζαχαροπλαστεία της περιόδου 1880-1910 (Belle Époque), να μην λησμονήσουμε ένα πολύ αγαπητό μαγαζί της Ερμού, εκείνο του «Τζίτζικα». Ο λόγος; Ιδιαίτερος! Είχε μεταβληθεί σε αισθηματικό κέντρο των νεαρών! Εδώ φύλαγαν καρτέρι οι νεαροί κομψευόμενοι, άψογα πάντα ντυμένοι και με άνθος στην «κομβιοδόχη», έτοιμοι να φλερτάρουν με τις κυρίες και τις δεσποινίδες που τους ανέβαζαν τους χτύπους της καρδιάς των!
Επειδή, μάλιστα, όσοι ανεβοκατέβαιναν την Ερμού παρακολουθώντας τις κυρίες που σύχναζαν στα εμπορικά είχαν το παρατσούκλι «εργολάβοι», το ζαχαροπλαστείο προς «τιμήν τους» ονόμασε ένα γλύκισμά του «εργολάβο»! Το όνομα διατηρήθηκε και μετά τον πόλεμο του 1940. Μια πάστα του ίδιου ζαχαροπλαστείου, που συνέχισε και αυτή τη νικηφόρα πορεία της και μετά τον πόλεμο, ήταν η «Κοπεγχάγη». Αυτή βγήκε, φυσικά, προς τιμήν της πρωτεύουσας της Δανίας, πατρίδας του Βασιλέως Γεωργίου.
Κατά τη διάρκεια της Belle Époque άλλαξε η εμπορική σημασία των κεντρικών δρόμων. Η Ερμού με την Σταδίου «συμμάχησαν» και κατέλαβαν την πρώτη θέση, ενώ το «δίδυμο» Αιόλου-Αθηνάς πέρασε στη δεύτερη θέση. Η «Εφημερίς» θα γράψει σχετικά το 1891:
«Ούτως αι Αθήναι εις τινά κέντρα αυτής μεταβάλλονται ολίγον εις Μιλάνον και ουχί σπανίως νομίζει τις ότι ευρίσκεται εις γωνίαν τινά παρισινού βουλεβάρτου. Κυρίως η συγκέντρωσις του πλήθους γίνεται εις τας οδούς του Ερμού και του Σταδίου, κατά δεύτερον δε λόγον εις τας οδούς του Αιόλου και της Αθηνάς. Από πολλού αι δύο πρώται αυταί οδοί κυριαρχούσι του αθηναϊκού εμπορίου. Εις αυτάς συνεκεντρώθησαν τα ε-μπορικά των ειδών της πολυτέλειας και των γυναικείων καλλωπισμών, πράγματα ελκύοντα τας κυρίας, ως τας χρυσαλίδας ή φλοξ [...]
»Αι οδοί του Αιόλου και της Αθηνάς δεν απέβαλον εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικών οδών ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των [...]».
Στις παρόδους της Ερμού λειτουργούσαν μετά το 1900 και πάρα πολλές μικρές βιοτεχνίες ρούχων και καπέλων. Μετά τις 5 το απόγευμα η Ερμού γέμιζε κορτάκηδες και λοιπούς λιμοκοντόρους που δοκίμαζαν την τύχη τους με τις αμέτρητες μοδιστρούλες και καπελούδες, που πλημμύριζαν το δρόμο.
Στο Ελδοράδο των γυναικών
Ας αφιερώσουμε το σημείωμά μας αυτό στις Ατθίδες μας και ας τις παρακολουθήσουμε στα «περάσματά» τους από την Ερμού. Μαζί μας, ο νεαρός τότε ρεπόρτερ Δημήτρης Ψαθάς («Αθηναϊκά Νέα», 1931).
«Ιερά στιγμή. Η κυρία βαδίζει προς τα μαγαζιά. Η οδός Ερμού πρώτα, και κατόπιν όλοι οι άλλοι δρόμοι της οικουμένης. Είνε η οδός που οδηγεί κατ’ευθείαν εις την ευτυχίαν της. Όποιος ομιλήση για την γυναικείαν ψυχολογίαν και τα γούστα, για τας μεγάλας συγκινήσεις του θήλεως χωρίς ν’αναφέρη τα κύματα της μετάξης που είνε επιμελώς τυλιγμένα στα τόπια κι’αραδιασμένα εκεί, εις τα μεγάλα καταστήματα, είνε ασφαλέστατα εις το κεφάλαιον της γνώσεως των γυναικών αστοιχείωτος.
»Μέσα σε μίαν βιτρίνα είνε κλεισμένο το άπαντον των ονείρων της. Ένα κατάστημα της οδού Ερμού αποτελεί το Ελδοράδο της. Καμμία υπερβολή… Η γυναίκα εις την θριαμβευτικωτέραν εκδήλωσιν του φύλου της, εις τον έρωτα, υπήρξεν ανέκαθεν άπιστη. Εις το μετάξι όμως, εις την τουαλέττα της, ποτέ. Βάλτε την ανάμεσα εις τον ιδεωδέστερον εραστήν και σε ένα κομψό φουστάνι. Θα διαλέξη χωρίς τον παραμικρότερο δισταγμό το δεύτερον. Βάλτε ακόμη μπροστά της, αν θέλετε, το πολυτιμότερον έντυπον, μνημείον της ανθρωπίνης διανοήσεως και ένα φιγουρίνι. Θ’απλώση το χέρι απ’ευθείας στο δεύτερο.
»Μην αμφιβάλλετε… Προσέξτε αυτό το βλέμμα που έχει καρφωθή εις την βιτρίναν του μεγάλου καταστήματος της οδού Ερμού. Εραστής εις τας πλέον παθητικάς στιγμάς των ερώτων του δεν το εγνώρισε. Η κυρία βαδίζει σιγά και σταματά κατά διαλείμματα, προσέχει, απολαμβάνει τα χρώματα, τις πτυχές, τα παιγνίδια της μετάξης πίσω από το κρύσταλλο της βιτρίνας. Είνε όλη όνειρα, αγάπη, αφοσίωση…
***
»Δεν ξέρω πώς ημπορεί να είνε ο παράδεισος των ανδρών. Πάντως ο παράδεισος των γυναικών, δεν ημπορεί να είνε άλλος από αυτό το μεγάλο κατάστημα, όπου παρελαύνει, από το πρωί μέχρι το βράδυ, όλος ο ωραιόκοσμος της πρωτευούσης. Νεαρά κορίτσια, που εργάζονται ολόκληρον τον μήνα για να εξοικονομήσουν ένα χιλιόδραχμο, νεαρές κυρίες που διεξάγουν ομηρικούς καυγάδες να αποσπάσουν από τα χέρια του συζύγου των μερικά εκατοστάρικα, εύπορες κυρίες που πηδούν με χάρι σουμπρέττας από την λιμουζίνα, αλλά και φτωχούλες νοικοκυρές και κορίτσια του λαού που υποβάλλονται σε χίλιες στερήσεις, και άλλα που ρευστοποιούν ένα μέρος από τα θέλγητρά των για ν’αποκτήσουν τ’απαραίτητα, περνούν όλη την ημέρα με συγκίνησιν εμπρός από τον πάγκον, όπου απλώνεται το κύμα της ευτυχίας.
»Τον βλέπετε αυτόν τον υπάλληλον με τον πήχυν στα χέρια; Είνε ο άγιος Πέτρος με το κλειδί του παραδείσου. Και μετρά, μετρά ο δυστυχής, από όρθρου βαθέος. Κατεβάζει τόπια, ανοίγει, εξυμνεί τας αρετάς του προϊόντος, παλεύει με την πάλην του θήλεως του οποίου το μάτι πλέει μέσα εις αυτό το πέλαγος της χαράς με ηδονήν και προσπαθεί να σταθεροποιήση κάπου την προτίμησίν του. Αλλά το εγχείρημα είνε τόσον δύσκολον. Η στιγμή της εκλογής, της προτιμήσεως, του «κόψε μου έξη πήχες», δεν γνωρίζει οίκτον. Είνε το φινάλε εις ένα γοητευτικόν ρωμάντζο, το οποίον το θηλυκόν εννοεί να το τραβήξη όσο μπορεί περισσότερον.
-Έχετε ζωρζέττες, παρακαλώ;
-Από ζωρζέττες, μαντάμ… όλα τα είδη και όλα τα χρώματα.
»Και αρχίζει το πρώτον μέρος του δράματος. Αι λέξεις «όλα τα είδη και όλα τα χρώματα» πρέπει να μεταβληθούν αμέσως σε πραγματικότητα. Τα ράφια ερημώνονται στο λεπτό κι’ο πάγκος μεταβάλλεται σε βουνό μετάξης.
-Τι λες, Ελενίτσα; Καλό είνε αυτό το γκρενά…
-Ναι, μα κι’αυτό το κίτρινο συνηθίζεται.
-Αχ, γλυκό που είνε αυτό το ροζ!...
»Ο υπάλληλος προσπαθεί να παρέμβη εις αυτήν την σύγχυσιν των προτιμήσεων και να εισηγηθή τα πολύτιμα γούστα του και την πείραν του.
-Να πάρετε απ’αυτό μαντάμ. Ολόκληρο το τόπι το εξηντλήσαμε σε δυο μέρες.
-Αλήθεια; Έχετε δίκηο… Μα εγώ προτιμώ το γκρενά.
»Ξετυλίγονται εκ νέου τα τόπια, μεταφέρονται κοντά στην πόρτα για να φαίνωνται στο φως του ήλιου καλύτερα τα χρώματά των, επακολουθούν νέες συζητήσεις, της οποίες καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες να φέρη εις πέρας ο υπάλληλος, χαμένος πίσω από τον πανύψηλον σωρόν, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
-Πάμε να δούμε και αλλού, Ελενίτσα;
-Πάμε καϋμένη… Ίσως βρούμε καλύτερα.
-Μας συγχωρείτε για την ενόχλησι, κύριε… Άλλη φορά θα ψωνίσουμε από δω… αν βρούμε κάτι να μας αρέση.
***
»Ποιο όμως είνε αυτό το κάτι που θ’αρέση; Είνε αδύνατον να καθορισθή. Διότι το θήλυ που εβγήκε να ψωνίση ενθουσιάζεται από όλα. Και επειδή είνε αδύνατον να τα προμηθευθή όλα, κάνει την βόλτα των καταστημάτων, ψάχνει τα πάντα, εγγίζει τα πάντα, συζητεί για ολόκληρον την παραγωγήν όλων των εργοστασίων του κόσμου, ώσπου να καταλήξη κάπου. Δεν σας συνέβη ποτέ να περνάτε το πρωί από την οδόν Ερμού, να δήτε δυο γυναίκες να μπαίνουν σ’ένα κατάστημα και το μεσημέρι που φεύγετε από την δουλειά σας να της δήτε της ίδιες πάλι να βγαίνουν επί τέλους από κάποιο άλλο με τα πακετάκια υπό μάλης; Είνε συνηθέστατον.
»Η στιγμή της εκλογής είνε πράγματι συγκινητική. Όταν επιστή όμως, αρχίζει το δεύτερον μέρος του δράματος.
-Τι στοιχίζει αυτό το κρεπ-ντε-σιν;
-Εκατό δραχμάς, μαντάμ…
»Τα μάτια της μαντάμ γεμίζουν έκπληξιν και οργήν.
-Εκατό δραχμές; Τι λες, παιδί μου… Τώρα δα στο πλαϊνό, μας το είπαν ογδόντα.
-Δεν είνε της ιδίας ποιότητος, μαντάμ. Τα δικά μας υφάσματα είνε ασυναγώνιστα.
»Αλλά το επιχείρημα δεν συγκινεί.
-Αστειεύεστε; Το κρεπ-ντε-σιν του πλαϊνού καταστήματος ήταν ανωτέρας ποιότητος! Λοιπόν θα μου το δώσετε ογδόντα δραχμές;
-Αδύνατον, κυρία μου! Δεν συμφέρει… Σας βεβαιώ, ότι πουλάμε στο κόστος. Δεν μας μένει τίποτε.
-Καλά τότε. Είμαστε σύμφωνοι. Θα μου το δώσετε με… ενενήντα δραχμές!
»Και κατόπιν πολλών αγώνων, κλείνεται η συμφωνία και δίδεται η εντολή να μετρηθούν έξη πήχες. Την στιγμή δε που ο υπάλληλος ετοιμάζεται να κόψη, γίνεται η τελευταία απόπειρα:
-Πήγαινε λιγάκι παραπέρα το ψαλλίδι, παιδάκι μου!... Δε χάλασε ο κόσμος!...
»Όσοι θέλουν να σπουδάσουν την γυναίκα, ας ανοίξουν ένα εμπορικό στην οδόν Ερμού. Με τον πήχυν εις το χέρι, θα ημπορούν να επιδοθούν εις τας σοφωτέρας των ψυχολογικών μελετών…»
Και επειδή φαντάζομαι ότι οι άρρενες αναγνώστες μειδιούν χαιρέκακα, θα τους πρότεινα ν’ αφήσουν τα γελάκια και να εντρυφήσουν στην εξής σκέψη του Εμμανουήλ Ροΐδη:
«Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν’αποκρύπτη τις επιμελώς δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του».
Αν δυσκολεύεσθε να βρείτε το βαθύτερο νόημα της πιο πάνω ρήσης, συνεχίστε διαβάζοντας:
Πόσο στοιχίζει η γοητεία;
«Πόσο στοιχίζει άραγε η γοητεία; Τι να κοστίζη η κομψότης; Με ποιες οικονομικές θυσίες αγοράζεται το «αμπαλάζ» των εμψύχων «ειδών πολυτελείας», που το πέρασμά τους στο δρόμο, προκαλεί ολόκληρη αναστάτωση στα δυστυχή αιμοφόρα αγγεία μας;
»Κανείς οικονομολόγος δεν καταδέχθηκε ν’απασχοληθή ποτέ με τέτοιου είδους ελαφρά προβλήματα. Και μόνον ο μπαμπάς ή ο σύζυγος, ο κατ’ανάγκην «οικονομολόγος» της οικογένειας, απησχολήθη μαζί τους σοβαρά, σοβαρώτατα και επανειλημμένως. Εξενύχτησε επάνω τους με το μολύβι στο χέρι και επήρε θέσιν εξαιρετικού πελάτου του «FABER», του οποίου τα «Νο 2» κατηνάλωνε αφειδώς με τους αιωνίους ανισοσκελίστους προϋπολογισμούς του!...
-Παλτό 4.000… Γάντια 250!... Όχι… Παλτό τρισήμισυ… Γάντια διακόσιες… Όχι, παλτό τρεις! Γάντια εκατόν εβδομήντα πέντε…
-Μα τι λες τώρα, Παντελή; Μ’εκατόν εβδομήντα δραχμές δεν αγοράζεις ούτε πάνινα! Εγώ θέλω γουρουνόδερμα, κατάλαβες;
-Καλά, έστω, γουρουνόδερμα… Λοιπόν, γάντια διακόσιες πενήντα…
-Τι λες καλέ; Τετρακόσιες και βάλε…
-Τι να βάλω; Δεν βγαίνουνε!
»Και επήρχετο η ρήξις. Και επάγωνε η θαλπωρή της οικογενειακής εστίας! Και «ους ο Θεός συνέζευξε»… τους έπαιρνε ο διάολος και τους εσήκωνε!...
»Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους, με την τάξιν και την σχολαστικότητα που απαιτείται δια να εμφανισθή… ένα οικονομικόν άρθρον! Τι στοιχίζει η γυναίκα, για να ντυθή, να εμφανισθή, να «αμπαλλάρη» τη γοητεία της, να «τυλίξη την καλλονή της και να… τυλίξη, επίσης, κάποιον που θα πληρώνη τον φόρον του έρωτος; Απ’ευθείας δεν μπορεί ν’απαντήση κανείς. Γιατί υπάρχουν ειδών-ειδών γυναίκες: Υπερπολυτελείας, πολυτελείας, πρώτης ποιότητος, δευτέρας ποιότητος και… φθηνές.
»Δε μας ενδιαφέρουν παρά οι πρώτες κατηγορίες. Κι’αρχίζουμε απ’τη γυναίκα-υπερπολυτελείας, τη σικ κυρία, τη «φίρμα» του κοσμικού ρεπορτάζ. Ψυχρά, ξερά και σοβαρά, θα ομιλήσουν οι Αυτών Εξοχότητες οι κ.κ. Αριθμοί:
Χειμερινή σαιζόν: (μήνες πέντε)
1)Ένα «πτι-γκρι» ή κοντό γούνινο παλτό για βράδυ ή άλλο γουναρικό (σε κάθε σαιζόν κάτι θα χρειάζεται)… 50.000
2)Δέκα –τουλάχιστον- ζευγάρια παπούτσια προς 900 δραχμές το ένα, κατά μέσον όρον… 9.000
3)Τριάντα ζευγάρια κάλτσες προς 350 το ζευγάρι… 10.500
4)Πέντε ως οχτώ βραδυνές τουαλέττες. Εδώ το ποσόν είνε ανυπολόγιστον. Ένα «μοντέλο» κοστίζει από 10.000-30.000. Αν υπολογισθή ότι τα μισά ή τα περισσότερα δεν θα είνε «μοντέλα», πρέπει να ληφθή ως βάσις η τιμή των υφασμάτων για βραδυνή τουαλέττα. Τα εφετεινά –συνδυασμός μαύρου και λαμέ στην υφή ή κόκκινον και λαμέ ή ασπρόμαυρον «γκωφρέ» με λαμέ-, στοιχίζουν 675-750 δραχμές τον πήχυ. Οχτώ πήχες –πρόκειται περί βραδυνού- κάνουν 5.400-6.000. Ραφτικά άλλες 2-2.500= 7.400-8.500. Αν πούμε ότι θα γίνουν πέντε τουαλέττες βραδυνές, εκ των οποίων ένα μοντέλο αξίας 15.000 –μετριώτατοι δηλαδή υπολογισμοί-, έχουμε αμέσως-αμέσως… 49.000
5)Δύο φορέματα σπορ από 350 περίπου ο πήχυς, 12 πήχεις, σύνολον δραχμές 4.200 και –ας πούμε- 1.600 ραφτικά… 5.800
6)Πέντε ως έξη «αμπιγιέ». Από 400-500 ο πήχυς, 18.000 το ύφασμα. Και 6.000 ραφτικά… 24.000
7)Τέσσερες τσάντες 6.000
8)Οκτώ καπέλλα, αν υπολογισθούν και ένα ή δύο μοντέλλα… 15.000
9)Γάντια, οχτώ ζευγάρια προς 400-600… 4.000
10)Μανικιούρ, πεντικιούρ, μαλλιά… 15.000
11)Αρώματα, καλλυντικά… 30.000
12)Κοσμήματα (αλλαγές «δεσίματος», όχι αγορά καινούργιων)…15.000
13)Απρόβλεπτα… 3.000
ΣΥΝΟΛΟΝ 236.300
»Αν υποτεθή τώρα, ότι το κοντύλι των γουναρικών θ’αποσβεσθή σε δύο χειμώνες –πράγμα απίθανον, εννοείται-, τότε το ποσόν μειώνεται. Το κόστος, λοιπόν, της γυναικείας κομψότητος για την χειμερινή σαιζόν, κυμαίνεται μεταξύ 230 και 250.000. Η κομψότης, δηλαδή, της υπερπολυτελούς κυρίας, έχει ανάγκην 45-50.000 δραχμών τον μήνα! …Και χωρίς να υπολογισθούν τα «dessus»! Ήτοι, 600.000 το χρόνο που αντιπροσωπεύουν τον τόκο έξη ως επτά εκατομμυρίων! Κατ’αναλογίαν, κοστίζει η απλώς πολυτελής κυρία και η γυναίκα πρώτης ποιότητος.
»Η Γοητεία, λοιπόν, είνε το ακριβώτερο είδος που υπάρχει στον κόσμο! Και τι τα θέλετε; …Της αξίζει! Ο ρυθμός της Ζωής γι’αυτήν κινείται κι’αυτήν πλαισιώνει…
»Κάθε είδος, όσο και να είνε «εκλεκτής ποιότητος», έχει ανάγκη εξωραϊσμού καλής εμφανίσεως! Η εντύπωσις, η παρουσίασις, είνε το παν. Και στα πούρα και στα μπομπόνια και στη Γυναίκα!...»
(«Έθνος», γράφει ο εξαίρετος Δ.Κ. Ευαγγελίδης, 1937)
Θα κλείσουμε μ’ένα τραγουδάκι εξαιρετικά αφιερωμένο στις μοδιστρούλες της Ερμού: