Από το 1888 μέχρι το 1960 λειτούργησε το καφενείο στην πλατεία Συντάγματος που εξελίχθηκε σε Ακαδημία Πολιτικών Επιστημών
Τον Δεκέμβριο του 1888 ξεκινά στην Πλατεία Συντάγματος το θρυλικό καφενείο «Ζαχαράτου», που θα γράψει τη δική του αθηναϊκή ιστορία.Μπόρεσε κι επιβίωσε μέχρι το 1960, ενώ ο Γ. Παπανδρέου το χαρακτήρισε ως «το δεύτερο και πιο ελεύθερο κοινοβούλιο της χώρας»!
Στα εγκαίνια η «Εφημερίς» θα γράψει: «Ανοίγονται αι θύραι του πολυτελούς και μεγάλου εντευκτηρίου, αθρόον δε το κοινόν και ανυπόμονον εισήρχετο εν αυτώ. Η διακόσμησις των αιθουσών συνδυάζουσα μετά της εκτάκτου πολυτελείας περισσήν κομψότητα και φιλοκαλίαν, σημείοι παρ’ ημίν αληθή πρόοδον. Τράπεζαι κομψαί και ανάκλιντρα αναπαυτικότατα, κάτοπτρα εκτάκτου πολυτελείας, βαρύτιμα παραπετάσματα, υπηρεσία ευπρόσωπος και πρόθυμος, σφαιριστήρια αψόγου εντέλειας, πλούτος εφημερίδων, προς τούτοις δε άπλετος φωτισμός, την ημέραν μεν διά μεγάλων υαλωτών θυρών, τη νύκτα δε διά πολυαρίθμων λαμπτήρων αεριόφωτος. Ταύτα πάντα δύνανται να ικανοποιήσωσιν πλήρως και τον μάλλον ιδιότροπον».
Σιγά-σιγά η πελατεία του καφενείου: πολιτικοί, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι διαμόρφωσε το μοναδικό προφίλ του, που μόνο με το καφενείο της «Ωραίας Ελλάδος» των Οθωνικών χρόνων θα μπορούσε να συγκριθεί. Έτσι τον Μάρτιο του 1928 διαβάζουμε στο «Ελεύθερον Βήμα»: «Δεν είναι καφενείο αυτό. Είναι η “συνισταμένη” των νεοελληνικών παλμών. Η κλώσσα όλων ανεξαιρέτως των νεοσσών της πολιτικής. Το να περάσης ένα μέρος της ζωής σου στου Ζαχαράτου, είνε η μόνη ασφαλής εγγύησις για την καρριέρα σου. Άμα ο Ζαχαράτος σε αγνοεί, εχάθηκες. Είσαι απών από την πραγματικότητα και η τυχόν αξία σου προώρισται να παραγνωρισθή οικτρώς, διότι εκεί είνε ο στίβος που θα δοκιμασθής, που θα κριθής και από κει θα ξεκινήσης για να λάβης χαρτοφυλάκιο. Άπαξ σου δώση το δίπλωμα, χωρείς ακατάσχετος προς την κυβέρνησιν. Ετελείωσε. Είνε το φυτώριο των επισήμων θέσεων, ο προθάλαμος των εξουσιών. Ανωτάτη έδρα πολιτικών επιστημών!».
Σας έχω σήμερα μια ζωντανή περιγραφή, όπως την έζησε το 1936 ο νεαρός τότε συνεργάτης της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα» Δημήτρης Ψαθάς:
«Ένα τραπεζάκι και ολόγυρα ένα μούσι, ένα μονόκλ, ένας τέως υπουργός, ένας τέως στρατηγός, ένας τέως βουλευτής, ένας ναύαρχος εν αποστρατεία. Πολλαπλασιάσατε την παρέα επί πέντε, επί δέκα, επί είκοσι και θα έχετε είκοσι τραπεζάκια ή αν θέλετε τριάντα.
-Γκαρσόν!
-Διαταγάς.
-Βαρύ και όχι
Το γκαρσόνι έχει συνήθως την εμφάνησιν μέλους του συμβουλίου επικρατείας, του ελεγκτικού συνεδρίου ή συνηθέστερα την εμβρίθειαν τμηματάρχου που ετοιμάζεται να εισηγηθή και να υπογράψη. Ο κ. τέως υπουργός δεν πρόκειται να επιβαρύνη τον προϋπολογισμόν του κράτους με καμμίαν πολυέξοδον παραγγελίαν, όπως εις τας ευκλεείς ημέρας της δόξης του. Περιορίζεται σ’ ένα βαρύ-γλυκόν. Ο τέως στρατηγός δεν θα διατάξη επιφυλακήν, ούτε στρατιωτικήν προέλασιν. Επιφυλακήν των μπρικιών να μη δεχθούν ίχνος ζαχάρεως στον «σκέτο» του επιθυμεί και αρκείται από παλαιάν συνήθειαν σε μια νευρική σύσταση.
-Γρήγορα!
-Αμέσως στρατηγέ.
-Χωρίς ελιγμούς.
-Μάλιστα, στρατηγέ.
Τρείς «τέως» και δύο «εν αποστρατεία», πολλαπλασιαζόμενοι επί πέντε, επί δέκα, επί είκοσι, να η πελατεία του Ζαχαράτου.
Η παραγγελία αποτελεί παρένθεσιν σε όλα τα τραπεζάκια. Η συζήτησις είνε η ουσία. Ξαναρχίζει λοιπόν από το σημείον της διακοπής της, πότε έντονος, πότε ήρεμος, πότε νευρική, πότε θυελλώδης, πότε μυστηριακή, με βοηθητικές χειρονομίες, επεξηγηματικά, κλεισίματα ματιών, χτυπήματα χεριών, υπονοούμενα, διφορούμενα, εξυπακουόμενα, υποτιθέμενα, συμπεραινόμενα, προκύπτοντα, αποκλειόμενα, για να επεκταθή σε όλα τα γεγονότα και όλες τις ειδήσεις της ημέρας πού θα περάσουν ασφαλώς από την εξονυχιστικήν διάθεσιν της κριτικής του τραπεζιού.
-Νομίζω, στρατηγέ μου…
-Δεν είνε έτσι, φίλε μου, διότι…
-Μα δεν είνε δυνατόν αυτό, για προσέξτε…
-Μια στιγμή, παρακαλώ.
-Σας παρακαλώ.
-Σας παρακαλώ, ένα λεπτό…
Και… καλά ξημερώματα…
Το λένε καφενείον. Αδικία. Η πελατεία του, του δίδει δικαίωμα άλλου χαρακτηρισμού δικαιοτέρου. Ο τίτλος της ακαδημίας πολιτικών επιστημών θα ήταν ο μόνος που θα εταίριαζε στου Ζαχαράτου. Γιατί δεν πηγαίνει εκεί ο οποιοσδήποτε. Η πελατεία είνε ωρισμένη. Ούτε κάθεται κανείς οπουδήποτε. Οι θέσεις είνε ωρισμένες. Ο στρατηγός θα κάτση εκεί, ο κ. τέως υπουργός θα κάτση παρά πέρα, ο κ. καθηγητής θα πιάση την γωνίτσα του, ο ναύαρχος, ο συγγραφεύς, ο νομάρχης, ο τμηματάρχης, ο πλοίαρχος, η ατελείωτη σειρά των «τέως» που αποτελεί το απόθεμα των διανοητικών δυνάμεων του έθνους, έχουν τα τραπεζάκια τους όπως σε ένα σώμα που λειτουργεί κακονικά.
Είπαν του Ζαχαράτου ακόμη γερουσίαν! Όχι δα! Τι ήταν η γερουσία; Ένα σώμα νομοθετικόν πού ημπορεί να ιδρυθή και να καταργηθή κατά τις περιστάσεις. Φθαρτή υπόθεσις. Ζήτημα κυβερνητικής αντιλήψεως που περιλαμβάνεται σε μίαν συνταγματικήν διάταξιν. Ή υπάρχει ή δεν υπάρχει.
Του Ζαχαράτου όμως αποτελεί σώμα ιδιόρρυθμον, καθαρώς ελληνικόν πού πηγάζει από τα βάθη της πολιτικολογικής ιδιοσυγκρασίας του Έλληνος, όπως πηγάζει ο καφές από το μπρίκι. Δεν μπορεί να περιληφθή τόσον εύκολα σε ένα χαρακτηρισμόν, να υποβληθή εις συγκρίσεις και παραλληλισμούς. Η αρμοδιότης του βγαίνει από τα καθιερωμένα όρια των σωμάτων του είδους. Μάλλον δεν έχει όρια καθώς υψώνεται εις το επίπεδον παναρμοδιότητος. Η αποστολή του είνε πολύπλοκη, συμβουλευτική, εισηγητική, νομοθετική αλλά προ παντός πληροφοριακή.
Η ενδιαφέρουσα είδησις εκεί θα φθάση πρώτα. Μυστηριώδης, γεμάτος πληροφορίας «εξ ασφαλούς πηγής» θα μπή ο κ. τέως πού διατηρεί πάντα άμεσον επαφήν με την πολιτικήν ζωήν, και θα πάρη την θέσιν του στο τραπεζάκι.
-Λοιπόν; Τι μαθαίνεις;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
-Μπά; Τι λές αδελφέ;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
-Δεν είνε δυνατόν. Για στάσου… από πού τώμαθες;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
Πότε αναλαμβάνεις;
-Ψί-ψί-ψί. Γκαρσόν, ένα γλυκύ βραστόν…
Σώμα λοιπόν πολυσχιδούς αρμοδιότητος είνε του Ζαχαράτου. Αν ξεφυλλίσετε την ζωντανήν ιστορίαν του θα δήτε να ξεκινούν στο παρελθόν από εκεί οι επιβλητικοί θαμώνες του για τα ανώτατα αξιώματα της πολιτείας. Να αφήνουν το φλυτζάνι για να πιάσουν τα ηνία του κράτους. Να σταματούν την συζήτησιν στο τραπεζάκι για να την συνεχίσουν στο βήμα της Βουλής.
Ήταν κοντά στα άλλα το καφενείον του Ζαχαράτου το απόθεμα των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Θα την λησμονήση αυτήν την υπηρεσίαν του η ιστορία;»
πηγή