Ο Λώρενς της Αραβίας (1962)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, art direction, φωτογραφία, μουσκή, ηχητικά εφέ, μοντάζ.
Ό,τι και να πεις είναι λίγο, καθώς πρόκειται για την ταινία που θεωρήθηκε πως επηρέασε όσο καμιά άλλη τον κινηματογράφο στο σύνολό του. Τα μέρη που γυρίστηκε σε Ισπανία και Μέση Ανατολή έγιναν “της μόδας”, το σκηνοθετικό στιλ επηρέασε όλους τους μεταγενέστερους, ενώ η μορφή του Πίτερ 'ο Τουλ εντυπώθηκε σαν φιγούρα στο μαζικό ασυνείδητο του κινηματογράφου. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία εκτυλίσσεται στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, εξιστορώντας την προσπάθεια του Βρετανού αξιωματικού Laurence να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Αράβων, φτάνοντας στη συμμετοχή του ίδιου στο Εθνικό Αραβικό Συμβούλιο. Παράλληλα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη σύρραξη Αράβων και Τούρκων, ενώ γίνεται μάρτυρας της φρίκης των πολεμικών συγκρούσεων στην Αραβική χερσόνησο. Η ταινία έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που λέμε “επική”: Η δράση. τα συναισθήματα που γεννά στο θεατή, η δύναμη των γεγονότων και των χαρακτήρων, όλα είναι στον υπερθετικό βαθμό. Ακόμα και η διάρκεια της ταινίας, η οποία μετά την πρόσφατη “ανακαίνισή” της σε HD format είναι πλέον 227 λεπτά αντί για 217, είναι στον ...υπερθετικό. Αν και ο ρυθμός της πλέον παραείναι αργός για τα δεδομένα της “σπινταριστής” εποχής μας, αυτή είναι και η γοητεία του: Βοηθά το μάτι να “καθαρίσει” και να παρατηρήσει με ακρίβεια τις σκηνές, το στιλ και την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εξελίσσεται η δράση.
Πρωταγωνιστούν: Peter O'Toole, Omar Sharif, Alec Guinness, Anthony Quinn, Jack Hawkins, José Ferrer, Anthony Quayle, Claude Rains.
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, Α' ανδρικό ρόλο, Καλύτερο σενάριο.
Η ταινία - σταθμός, βασισμένη στο μυθιστόρημα (αλλά με αληθινά γεγονότα) του Ιταλού Mario Puzo, με την επική μουσική του Nino Rota. Αρχικά η ταινία επρόκειτο να γυριστεί από τον μεγάλο σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος όμως αποφάσισε να γυρίσει το “Κάποτε στην Αμερική”, ανοίγοντας το δρόμο στον -καταχρεωμένο τότε- Φράνσις Φορντ Κόππολα υπό την παρότρυνση του φίλου του Τζορτζ Λούκας. Ο Κόππολα δημιουργεί μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες όλων των εποχών, πατώντας πάνω στο φιλμ νουάρ, και απογειώνοντας τους πρωταγωνιστές, που παίζουν τόσο καλοκουρδισμένα, ώστε να μην μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ο καλύτερος. Στο μυαλό μας έρχονται σκηνές με τη βραχνή φωνή του ανέκφραστου Μάρλον Μπράντο, το άγριο μάτι του -πιτσιρικά ακόμα- Αλ Πατσίνο, το αριστουργηματικό “πέρασμα” του Ντε Νίρο, τα αδάμαστα ένστικτα του Τζέημς Κάαν, η ήρεμη δύναμη του Ρόμπερτ Ντιβάλ, η εύθραυστη ψυχοσύνθεση του Τζον Καζάλε. Ο αδυσώπητος νόμος της ιταλικής Μαφίας, οι συγκλονιστικές ατάκες....ό,τι και να πεις είναι λίγο. Ο επικός Δον Βίτο Κορλεόνε, αρχηγός της ιταλικής μαφίας (ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, συνελήφθη μάλιστα σχετικά πρόσφατα) είναι για τον κινηματογράφο όπως οι Rolling Stones για το rock 'n roll: Ένα όνομα, που βρίσκεται στο μυαλό του καθένα, ακόμα κι αν έχει βρεθεί στις αίθουσες έστω και μια μόνο φορά.
Πρωταγωνιστούν: Marlon Brando, Al Pacino, James Caan, Richard S. Castellano, Robert Duvall, Sterling Hayden, John Marley, Richard Conte, Diane Keaton.
Το Κεντρί (1973)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, art direction, σενάριο, κοστούμια, μοντάζ, μουσική.
Ανάλαφρη, σπαρταριστή, συναρπαστική, σου κόβει την ανάσα ενώ χαμογελάς, κι αυτό μόνο δυο πρωταγωνιστές μπορούν να κάνουν: Οι δυο άντρες-πρότυπα, Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Πωλ Νιούμαν, δυο υπέροχοι απατεώνες στοιχημάτων που ετοιμάζονται να “δαγκώσουν” το πιο επικίνδυνο αφεντικό του υποκόσμου στήνοντας ένα πρακτορείο-φάντασμα με στοιχήματα ιπποδρομιών. Η πλοκή είναι εξαιρετική, καθώς στήνεται ένας πολύπλοκος μηχανισμός απάτης που μπορεί να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή με ολέθρια αποτελέσματα. Αυτό που ποντάρουν οι δυο φίλοι είναι στο “κεντρί”, που αναφέρεται στο τσίμπημα του θύματος, χωρίς εκείνο να αντιληφθεί την απάτη, παρά μόνο όταν οι απατεώνες βρίσκονται ήδη μακριά σε ασφαλές σημείο. Η ατμόσφαιρα και το στιλ των ηθοποιών (θα καταλάβεις γιατί άφησαν εποχή και οι δυο για τη γοητεία τους) είναι αξεπέραστη, ενώ το μουσικό μοτίβο της ταινίας (σε στιλ ragtime) με το πιάνο αριστουργηματικό.
Πρωταγωνιστούν: Paul Newman, Robert Redford, Robert Shaw, Charles Durning, Ray Walston.
Ο Ελαφοκυνηγός (1978)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, Β' ανδρικού ρόλου, σκηνοθεσία, μοντάζ, ηχητικά εφέ.
Ποιος είπε πως ένας άντρας δε θέλει να δει μια δραματική ταινία που θα τον κάνει να κλάψει; Πολλές πολεμικές ταινίες μπορεί να είναι οι αγαπημένες του καθενός μας, όμως ο Ελαφοκυνηγός δεν είναι μια οποιαδήποτε πολεμική ταινία. Είναι όλες οι άλλες μαζί, αν εξαιρέσουμε βέβαια το Αποκάλυψη τώρα. Εδώ η φρίκη του πολέμου δεν παρουσιάζεται με εντυπωσιασμό, όπως στο Στρατιώτη Ράϊαν, ούτε με ατσαλάκωτο ηρωισμό, όπως στα έπη των 40s και 50s. Σε χτυπά ακριβώς εκεί που πονάς: Στη συνειδητοποίηση πως όσες αξίες κι αντιστάσεις κι αν έχεις, θα τις χάσεις νομοτελειακά, στο βρώμικο παιχνίδι της εξόντωσης αμάχων και των αντάρτικων “ανορθόδοξων” επιδρομών. Αυτές οι χαμένες αξίες θα σε κυνηγούν σαν αρχαίες Ερρινύες ακόμα κι όταν επιστρέψεις – αν επιστρέψεις ποτέ. Το πρόβλημα του Βιετνάμ σερβιρίστηκε στο κοινό με κυνική ωμότητα, από έναν έξοχο Ρόμπερτ ντε Νίρο, μια μοναδική, γλυκιά, νεαρή (τότε) Μέριλ Στρηπ κι έναν ανεπανάληπτο Κρίστοφερ Γουόκεν, που πήρε δικαιωματικά το Όσκαρ για την ερμηνεία του και το θολό του βλέμμα, για μας ο μεγαλύτερος καρατερίστας του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά. Την θυμόμαστε για πολλά, ας την θυμηθούμε για ακόμα ένα: Το ντίσκο τραγούδι "Can't Take My Eyes Off Of You", που ακούγεται κατά τη διάρκεια της ταινίας, κομμάτι που τραγούδησε πρώτος το 1967 ο Frankie Valli.
Πρωταγωνιστούν:Robert De Niro, John Cazale, John Savage, Christopher Walken, Meryl Streep, George Dzundza, Chuck Aspegren, Shirley Stoler.
Η σιωπή των αμνών (1991)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, Α' Γυναικείο ρόλο, Α' Ανδρικό ρόλο, σκηνοθεσία, σενάριο.
Το θρίλερ γενικά είναι ένα είδος λίγο πολύ υποτιμημένο – όχι στη συνείδηση των θεατών, αλλά των κριτικών. Οι ταινίες τρόμου ακόμα περισσότερο. Τι ήταν τελικά εκείνο που στην περίπτωση της Σιωπής των Αμνών καθήλωσε κριτικούς και κοινό, σαρώνοντας βραβεία, box office και χειροκροτήματα; Τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι διέθετε τις σωστές αναλογίες σε όλα. Πρώτον, ένα σενάριο που πάντρευε αριστοτεχνικά την αστυνομική δράση με το κλασικό χιτσκοκικό θρίλερ και την υπερβολή των horror movies - και το οποίο μάλιστα βασιζόταν σε πραγματικά περιστατικά. Δεύτερον, σκηνοθεσία που σε “γράπωνε” από το λαιμό, παίζοντας με την αντοχή σου. Και τρίτο και σπουδαιότερο, δυο ηθοποιούς που “κεντούσαν” πραγματικά στο φακό. Η δύναμη της “ξινής” έτσι κι αλλιώς Τζόντι Φόστερ, που έχει ειδίκευση να πλημμυρίζει το πρόσωπό της με ρυτίδες στρες και κάνει όσο κανείς άλλος focus στην ατάκα της, έρχεται και δένει με την παλίρροια των συναισθημάτων που προκαλεί ο ογκόλιθος σερ Άντονι Χόπκινς. Τι να πει κανείς γι αυτό το μεγαθήριο της τέχνης.... Γνήσιος απόγονος της Λεγεώνας των μεγάλων Βρετανών σαιξπηρικών ηθοποιών, αντάξιος ενός Ρίτσαρντ Μπάρτον (ο οποίος τον έπεισε να ασχοληθεί με την ηθοποιία όταν ήταν 15 ετών), ο Ουαλλικής καταγωγής ηθοποιός παίζει με άνεση βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή, καταγοητεύοντας τον θεατή με την παρανοϊκή διαύγεια του χαρισματικού, “διαταραγμένου” μυαλού του.
Πρωταγωνιστούν: Jodie Foster, Anthony Hopkins, Scott Glenn, Ted Levine
Οι ασυγχώρητοι (1992)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, μοντάζ, Β' Ανδρικού Ρόλου.
Τι περισσότερο μπορεί να πει κανείς μέσα από μια ακόμα καουμπόικη ταινία; Οι ταινίες αυτές είναι τόσες πολλές, τόσο στερεότυπες, που η παρακμή του είδους φαινόταν μονόδρομος. Μόνο ένας θα τολμούσε να πει κάτι διαφορετικό, με ένα σύγχρονο western. Κάποιος που ήξερε καλά το είδος. Ο ηθοποιός-θρύλος των spaghetti-western, η αμίλητη φιγούρα το Σέρτζιο Λεόνε, ο γοητευτικός “ξανθός” με το βαθύ βλέμμα. Ο Κλιντ Ίστγουντ.
Είναι οι αρχές των 90s, και όλοι πλέον είναι βέβαιοι ότι στην καριέρα του Ίστγουντ έχει μπει ταφόπλακα. Αφού καθιερώθηκε ως ο πιο επιτυχημένος Action Hero των '70s, μέσα από τις αστυνομικές ταινίες του “Dirty Harry” που έδωσε υπόσταση σε ένα νέο είδος λαϊκού ήρωα, του “loose cannon” (αυτού που δεν αργεί να τραβήξει πιστόλι), ο Ίστγουντ προσπάθησε να απαγκιστρωθεί, καταλήγοντας σε αποτυχία. Για όλους ήταν ξεγραμμένος. Ώσπου αποφασίζει να επιχειρήσει ένα σκηνοθετικό εγχείρημα (έχει ήδη αρχίσει τις σκηνοθετικές του απόπειρες από το 1971, με το Play Misty for Me). Σκηνοθετώντας και πρωταγωνιστώντας σε ένα γουέστερν, “το τελευταίο της καριέρας μου”, όπως δηλώνει κατηγορηματικά. Γύρω του καλεί την αφρόκρεμα: Τον Τζην Χάκμαν, που μπορεί να πάρει Όσκαρ ακόμα και φυσώντας τη μύτη του στην κάμερα (πήρε τελικά το B' Ανδρικού ρόλου), και τον “μαιτρ” Μόργκαν Φρίμαν, που τον ακολουθεί πιστά στις ταινίες του μέχρι σήμερα.
Η ταινία φωτίζει την αθέατη, βρώμικη, σκληρή, αδυσώπητη, μοναχική πλευρά της ζωής στην Άγρια Δύση. Το περίστροφο στα χέρια του βετεράνου πιστολέρο Ουίλιαμ Μάννι δεν είναι σύντροφος, αλλά δυνάστης, βυθίζοντάς τον στο βούρκο που ο ίδιος παλεύει για να απομακρυνθεί. “Μυρίζει” έντονα κάτι από τον κυνισμό του μοναδικού Σαμ Πέκινπα, αλλά και από το λυρισμό του Σέρτζιο Λεόνε (στον οποίο μάλιστα αφιέρωσε την ταινία). Οι “Ασυγχώρητοι” απέσπασαν διθυράμβους. Ο Ίστγουντ ήταν πια ένας μεγάλος σκηνοθέτης – αλλά κανείς ακόμα δεν είχε φανταστεί πόσα διαμάντια έκρυβε η νέα λαμπρή καριέρα που επιφύλασσε για τον εαυτό του. Η ταινία μπήκε αμέσως στις τέσσερις καλύτερες ταινίες γουέστερν όλων των εποχών.
Πρωταγωνιστούν: Clint Eastwood, Gene Hackman, Morgan Freeman, Richard Harris
Braveheart (1995)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, φωτογραφία, σενάριο, ηχητικά εφέ, μακιγιάζ.
Η αλήθεια είναι πως η εμμονή των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών να παίζουν και να ξαναπαίζουν το Braveheart μας έχει κάνει να το ψιλοβαρεθούμε και είναι κρίμα. Η ταινία είναι άριστη. Ως Χολιγουντιανή συνταγή είναι τόσο ισορροπημένη, που αν ήταν γλυκό μόνο ένας Παρλιάρος θα μπορούσε να είχε φτιάξει. Δράση και ηρωικές μάχες, καλοί και κακοί, ήρωες που δίνουν τη ζωή τους και όμορφες παρθένες που τους ακολουθούν μέχρι το θάνατο, αγάπη για την πατρίδα που φτάνει μέχρι την ύψιστη θυσία - όλα αυτά τα καρυκεύματα δημιουργούν ένα γευστικότατο κινηματογραφικό πιάτο, που γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό αν σκεφτούμε πως αφορά στην πραγματική ιστορία του Κολοκοτρώνη των Σκωτσέζων, του ένδοξου Ουίλλιαμ Ουάλλας. Ρηχή; Απλός εντυπωσιασμός; Απλοϊκή και αφελής; Δε θα διαφωνήσουμε, πείτε την ό,τι θέλετε. Έτσι ακριβώς είναι τα ωραία παραμύθια. Απλοϊκά, αφελή, εντυπωσιακά, γι αυτό και σε συνεπαίρνουν. Στο κάτω κάτω το σινεμά είναι και αυτό: Ο τρόπος κάποιος να μας λέει παραμύθια μέχρι τα γεράματά μας. Στα συν της ταινίας ένα ακόμα: Η ευχάριστη έκπληξη που ακούει στο όνομα Μελ Γκίμπσον. Ξεπερνώντας τα στερεότυπα του Action Hero (στο Mad Max και το Φονικό Όπλο) και του sex symbol, ο Αυστραλός ηθοποιός δοκιμάζει τις δυνάμεις του και πετυχαίνει χατ τρικ, ως παραγωγός-σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, κερδίζοντας επάξια ένα αξιοζήλευτο χολιγουντιανό παράσημο. Και να σκεφτεί κανείς πως αρχικά ο ίδιος ούτε ήθελε να ακούσει για το ρόλο, θεωρώντας πως ήταν ήδη πολύ μεγάλος σε ηλικία για να υποδυθεί τον Ουάλας. Ας είναι καλά η εταιρία Warner Bros, που αποφάσισε να τον βοηθήσει οικονομικά, υπό τον όρο να υπογράψει για ένα ακόμα σίκουελ της σειράς Φονικό Όπλο, γεγονός που τον έκανε έξαλλο, αναγκάζοντάς τον να το ...ξανασκεφτεί και να μην ψάξει αλλού για πρωταγωνιστή.
Πρωταγωνιστούν: Mel Gibson, Patrick McGoohan, Angus Macfadyen, Brendan Gleeson, Sophie Marceau, Ian Bannen, James Cosmo, Catherine McCormack, David O'Hara, Brian Cox.
O Μονομάχος (2000)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, Α΄Ανδρικού ρόλου, οπτικά εφέ, κοστούμια, ηχητικά εφέ.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως σκηνοθέτης διαφημιστικών ταινιών, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία με την πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα, την ταινία επιστημονικής φαντασίας Alien. Ο Ράσελ Κρόου δεν ήταν ακόμα τίποτα περισσότερο από ένας “ψιλοάξεστος” Αυστραλός ηθοποιός. Ούτε καν γνωστός. Το να προσπαθήσεις να στήσεις ένα ιστορικό έπος σε φέρνει αντιμέτωπο με ταινίες-θρύλους όπως ο Μπεν Χουρ. Πού να σταθείς μπροστά τους; Ωστόσο ο Σκοτ αποφασίζει να βγει μπροστά, βγάζοντας από το οπλοστάσιό του ένα όπλο που αποδείχτηκε “πυρηνικής ισχύος”: Ενα νέο τύπο “συγκοπτόμενης” κινηματογραφίας και μοντάζ. Κάθε σκηνή γυρίζεται με κάμερες σε διαφορετικό ρυθμό καρέ ανά δευτερόλεπτο, ενώ από κάθε σκηνή αφαιρούνται καρέ. Έτσι ώστε ο θεατής να έχει την εντύπωση ότι βλέπει μια “αποσπασματική” αλληλουχία σκηνών δράση.� που ξεδιπλώνονται μπροστά του με μεγάλη ταχύτητα. Η τεχνική είχε ήδη εφαρμοστεί από τον “μάγο” Στίβεν Σπίλμπεργκ στη “διάσωση του Στρατιώτη Ράϊαν”, αλλά σήκωνε ακόμα βελτιώσεις. Αποτέλεσμα; Έκρηξη αδρεναλίνης. Παράλληλα επιστρατεύει τους υπολογιστές των οπτικών εφέ, “στήνοντας” για πρώτη φορά από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το Κολοσσαίο, όπως ήταν την εποχή της ακμής του. Το σκηνικό ήταν έτοιμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα επικό story. Αλλά δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρεθεί.
Η ταινία “Ο μονομάχος” αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες. Οι σκηνές των μαχών στα δάση της Γερμανίας μεταξύ ρωμαϊκού στρατού και Γότθων, όπως και οι σκηνές των μονομαχιών εντός του Κολοσσαίου δεν είχαν δοθεί ποτέ με τέτοιο ρεαλισμό και ακρίβεια. Στο πρόσωπο του Ράσελ Κρόου το Χόλιγουντ βλέπει τον επόμενο action hero “νέας γενιάς”: Σκληρό, αλλά μαζί και σοφιστικέ στο παίξιμό του, ευαίσθητο αλλά και ηρωικό. Το τέλειο πακέτο. Το μόνο αδύνατο σημείο της ταινίας είναι η ιστορική ακρίβεια. Ένας από τους ιστορικούς που προσελήφθησαν ως σύμβουλοι από την εταιρία παραγωγής παραιτήθηκε, ενώ ένας δεύτερος απαίτησε να μην μπει το όνομά του στα credits των τίτλων.
Πρωταγωνιστούν: Russell Crowe, Joaquin Phoenix, Connie Nielsen, Oliver Reed, Derek Jacobi, Djimon Hounsou, Richard Harris
Ο πληροφοριοδότης (2006)
Κέρδισε Όσκαρ για: Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, μοντάζ, σενάριο.
Είναι το ριμέικ της ταινίας του 2002 Internal Affairs. To ότι ο Σκορσέζε μπορούσε να στήσει το τέλειο αστυνομικό θρίλερ το γνωρίζαμε από πριν. Το ότι ο Νίκολσον είναι σεισμός όταν παίζει, το γνωρίζαμε από την εποχή της “Λάμψης” του Κιούμπρικ. Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε άλλο, από το να ανασηκώσει τα φρύδια του. Το ότι όλοι οι υπόλοιποι ήταν καλοί ηθοποιοί, ήταν γνωστό. Αυτό που δεν ήταν γνωστό, ήταν πόσο μεγάλος ηθοποιός ήταν ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Η ταινία, που διαδραματίζεται στους σκοτεινούς διαδρόμους της ιρλανδικής μαφίας, απέσπασε κριτικές, πολλές θετικές και λίγες αρνητικές (δεν είχε “ψυχή”, είπαν πολλοί. Ίσως να έχουν δίκιο). Όμως όλα αυτά δεν είναι τίποτα. Αυτό που ακόμα δεν μπορούμε να καταλάβουμε είναι σε ποιο κουκούλι μπήκε ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο κι από κάμπια βγήκε πεταλούδα. Το “τρυφερό πόδι” (έτσι έλεγαν οι Ινδιάνοι τους άψητους πιτσιρικάδες πολεμιστές) του σινεμά. ο φλώρος του “Τιτανικού” και ο χλεχλές του “The Beach” μεταβάλλεται ξαφνικά σε ένα εξουθενωμένο αντιήρωα, έναν ...Κούρκουλο του Χόλιγουντ που τα παίζει όλα για όλα και ....σε πείθει! Αποκτά ρυτίδες και ουλές (όσο μεγαλώνει τόσο καλύτερα είναι γι αυτό), σκληραίνει τη φωνή και τις εκφράσεις του, κρατά αντρίκια το τσιγάρο.... δεν τον χορταίνεις. Ο Σκορσέζε βρίσκει το πουλέν του, καλή ώρα όπως ο Τιμ Μπάρτον τον Τζόνι Ντεπ. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο Ντι Κάπριο χρίζεται δικαιωματικά αρχηγόπουλο της παγκόσμιας αντροπαρέας και σαρώνει: Στο “Ματωμένο Διαμάντι” δίνει ρέστα. Στο “Body of Lies” παίζει μόνος του στο γήπεδο. Και φυσικά τώρα στο Shutter Island είναι αυτό που λες “δώστε μου μάτια να τον χορτάσω”.
Πρωταγωνιστούν: Leonardo DiCaprio, Matt Damon, Jack Nicholson, Mark Wahlberg, Martin Sheen, Vera Farmiga, Ray Winstone, Alec Baldwin.
http://www.menslounge.gr