Για έναν περίπου αιώνα η ύδρευση ταλάνιζε την Αθήνα. Το παλαιό υδραγωγείο του Αδριανού είχε πάθει ανεπανόρθωτες ζημιές από τους πολέμους του ’21. Η Αθήνα υδρευόταν από τις 55 δημοτικές βρύσες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία, οι οποίες συνεισέφεραν ελάχιστα έως και καθόλου στις καθημερινές ανάγκες της κατανάλωσης νερού.
Ατελείωτες οι ουρές των Αθηναίων καθημερινά σε αυτές με τους τενεκέδες και τις στάμνες, καυγάδες για τη σειρά και φασαρίες. Χρυσές δουλειές έκαναν ωστόσο οι νερουλάδες που μετέφεραν με τα κάρα τους και πουλούσαν νερό στην Αθήνα, στα σπίτια που διέθεταν δεξαμενές από τις πηγές των γύρω χωριών, όπως της Κηφισιάς και του Αμαρουσίου. Μέχρι το 1924 η Αθήνα υδρευόταν κυρίως από τα νερά των πηγών της Πάρνηθας και από τον υπόγειο υδροφορέα. Το 1925 άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα σύγχρονα έργα ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας.
Φωτογραφία από την εφημερίδα Εστία το 1894. Παρουσιάζει τη δυτική πλευρά των τότε Ανακτόρων (σημερινή Βουλή). Παρατηρούμε ότι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είχε γίνει ακόμη κι όλος ο χώρος είχε τη μορφή ενός πλούσιου άλσους. Η γύρω περιοχή δεν ήταν οικοδομημένη. Περιγράφει αξιωματικός των τότε Ανακτόρων: «Από την κεντρική είσοδο του κτιρίου των Ανακτόρων βλέπεις τον κάμπο του Ρουφ - Ρέντη - Μοσχάτου, με τα αγροτόσπιτα, τη θάλασσα, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα κι όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τα γαλανά ακρογιάλια του Μοριά».
Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου των Ανακτόρων, στο σημερινό μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, γύρω στο 1900. Αργότερα, το 1930, ξεκίνησαν οι εργασίες μετατροπής του κτιρίου σε κοινοβούλιο από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Τρία χρόνια μετά, στις 2 Αυγούστου του 1934, επί πρωθυπουργίας Παναγή Τσαλδάρη, εγκαινιάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο η αίθουσα της Γερουσίας και τον επόμενο χρόνο, στις 1 Ιουλίου 1935, επί ιδίου πρωθυπουργού πραγματοποιούνται πανηγυρικά σ’ αυτό οι εργασίες της Ε' Εθνοσυνέλευσης, στη νέα αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής.
O βασιλικός κήπος, που το 1974, με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, μετονομάστηκε σε Εθνικό κήπο, έγινε για τον περιβάλλοντα καλλωπισμό των βασιλικών ανακτόρων. Τις πρώτες φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Βαυαρός γεωπόνος Σμάρατ (Smarat) το 1839, όπου φυτεύτηκαν 15.000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μετέφερε από το Σούνιο και την Εύβοια ο Πρώσος γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt), βοηθός τού Σμάρατ. Ο κήπος συνέχισε να επεκτείνεται, και για το σκοπό αυτό προσκλήθηκε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854. Τον Μπαρώ διαδέχθηκε ο Φρειδερίκος Σμιτ, ο οποίος διηύθυνε τον κήπο επί 30 χρόνια, φέρνοντας από το εξωτερικό πολλά φυτά, κατάλληλα για το κλίμα της Αττικής, συμπληρώνοντας έτσι τη φύτευση του κήπου στα σημερινά της όρια. Ο κήπος ήταν για την αποκλειστική τέρψη της βασιλικής οικογένειας και δεν ήταν ελεύθερος για τον Αθηναϊκό λαό.
Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι υπήρχε ένα θέατρο-κόσμημα στην πρωτεύουσα, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στη θέση του παλαιού Δημαρχείου (πλατεία Κοτζιά). Σε διαδοχικά σχέδια των Μπουλανζέ (1857) και Τσίλερ (1873) λειτούργησε από το 1888 έως το 1939 και πέρασε διάφορες φάσεις ταλαιπωρίας στο μισό αιώνα ζωής του. Το θέατρο αυτό είχε χωρητικότητα 1.500 θεατών και ήταν από τα καλύτερα και πολυτελέστερα της Ευρώπης, πραγματικά ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα. Όταν έφθασαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μην ξέροντας που να τους στεγάσει, το ως γνωστό ανοργάνωτο κράτος σταμάτησε την λειτουργία του. Για 5 περίπου χρόνια οι πρόσφυγες («οι τουρκόσποροι», όπως τους αποκαλούσαν οι ανάλγητοι Αθηναίοι αστοί της εποχής), στοιβάζονταν κατά εκατοντάδες στο θέατρο αυτό. Εγκαταλειμμένοι από το κράτος, τις παγερές νύχτες του χειμώνα έκαιγαν τα καθίσματα και τα έπιπλα. Τις κουρτίνες τις έκαναν σκεπάσματα. Το θέατρο μαγαρίστηκε. Από το 1927, που μετακόμισαν και οι τελευταίοι πρόσφυγες, το θέατρο έμεινε ανενεργό και εγκαταλειμμένο. Τελικά το 1939 την κατεδάφισή του πρότεινε ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, υπουργός Διοίκησης Πρωτεύουσας (επί Μεταξά), με σύμφωνη απόφαση του δημάρχου Αμβρόσιου Πλυτά, λέγοντας στο Δημοτικό συμβούλιο ότι «η απαλλαγή της Αθήνας από το θέατρο θα ήταν ευεργέτημα».
Φωτογραφία μέρους της Ομόνοιας περί τα 1870. Διακρίνουμε τις κλειστές επιβατηγούς άμαξες, τις «Βικτώριες», όπως τις αποκαλούσαν. Οι ράγες των πρώτων ιππήλατων τραμ, που κατασκευάστηκαν το 1882, δεν υπάρχουν ακόμη.
Ο χώρος διαμορφώθηκε σε πλατεία το 1846 και αρχικά πήρε το όνομα Πλατεία Ανακτόρων και στη συνέχεια Πλατεία Όθωνος, προς τιμή του βασιλιά. Αποτελούσε το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής. Το 1862 μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ομονοίας, όταν στο χώρο αυτό συγκεντρώθηκαν κι έδωσαν όρκο «ομονοίας» οι αρχηγοί των αντιπάλων πολιτικών μερίδων, οι οποίες είχαν προκαλέσει λόγω του δυναστικού αιματηρές ταραχές στη χώρα (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Πλατεία Συντάγματος: Διαμορφώθηκε το 1843 και ονομαζόταν αρχικά και αυτή Πλατεία Ανακτόρων. Η πλατεία πήρε το σημερινό όνομά της από το Σύνταγμα, που αναγκάστηκε να εκδώσει ο βασιλιάς Όθωνας μετά από τη στρατιωτική περισσότερο εξέγερση και όχι λαϊκή, τη λεγόμενη Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που αποδεδειγμένα είχε παρακινηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όταν, τότε, μόνο μία από αυτές, η Γαλλία, είχε θεσπίσει σύνταγμα. Διακρίνεται (αριστερό κτίριο) το κοσμικό καφενείο του Ζαχαράτου, «η μικρή Βουλή», όπως λεγόταν τότε, γιατί σ’ αυτό πολλές φορές παίχθηκε η τύχη, πολιτικών καταστάσεων. Στο εσωτερικό του είχε δύο αίθουσες. Στη μια κάθονταν οι απόστρατοι και εν ενεργεία στρατιωτικοί και στην άλλη οι πολιτικοί και οι λόγιοι της εποχής. Μπορούσε κανείς να διακρίνει τον Γιάννη Γρυπάρη, τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Γιώργο Σουρή, τον Πέτρο Κανελλίδη, τον Καλαποθάκη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον Κονδυλάκη, τον Εμμανουήλ Ροΐδη και άλλους (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Η πλατεία Συντάγματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Από αυτήν τη φωτογραφία μπορούμε να κατανοήσουμε και τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής. Διακρίνουμε τα πρώτα ιππήλατα τραμ που κινούντο πάνω σε σταθερές ράγες για να μη μεταφέρονται οι κραδασμοί στην καμπίνα και για να μειωθεί η τριβή των τροχών αυξάνοντας την έλξη των ίππων. Μπορεί η Αθήνα να μην είχε νέφος τότε αλλά πνιγόταν στη σκόνη που σήκωναν οι άμαξες και τα κάρα. Διακρίνουμε και ένα μόνιππο (λαντό). Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Οι πολλοί ευκατάστατοι Αθηναίοι είχαν δικά τους λαντό σαν τα σημερινά Ι.Χ.
Στην Αθήνα αναπτύχθηκε δίκτυο ιππήλατων τροχιοδρόμων μετρικού εύρους, το 1882, για την ακρίβεια: από τη βελγικών συμφερόντων Εταιρεία Τροχιοδρόμων Αθηνών - Πειραιώς - Περιχώρων (Ε.Τ.Α.Π.Π.). Το δίκτυο αυτό ηλεκτροδοτήθηκε, αναβαθμίσθηκε και επεκτάθηκε μεταξύ 1906 και 1908, ενώ υπέστη τροποποιήσεις και προσθήκες και μεταγενέστερα. Το εισιτήριο με άμαξα αγγλικού τύπου Βικτώρια (μεγάλη άμαξα με δυο ή και τέσσερα άλογα ήταν τα λεωφορεία της εποχής) ήταν αρχικά μια δεκάρα. Όταν όμως άρχισε ο συναγωνισμός με το τραμ, το εισιτήριο κόστιζε μια πεντάρα. Επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν και τον ιπποκίνητο ακόμη «τροχιόδρομο» της οδού Σταδίου, εγκατέλειψαν τη γραμμή αυτή κι εγκαταστάθηκαν στο Σταθμό Λαρίσης, κάνοντας τη διαδρομή μέχρι το Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στην Ομόνοια. Τελικά όμως υπέκυψαν στα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετάνιας χτίστηκε το Ι842, στον ίδιο χώρο, από τον Αντώνιο Δημητρίου, σε σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Ένα κτίριο με δυο κατοικίες (Δημητρίου-Λημνού), γραφεία στο ισόγειο και κοινόχρηστους χώρους. Για αρκετά χρόνια (1856-1873) χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Τελικά το 1874 έγινε ξενοδοχείο. Παρατηρούμε ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν τότε όπως το βλέπουμε σήμερα (φωτογραφική πηγή: ταχυδρομική κάρτα της εποχής).
Στα Αθηναϊκά καφενεία της εποχής, εκτός από τα πολιτικά, κυριαρχούσαν τα καμώματα των ληστών. Τον καιρό εκείνον οι ληστείες στα περίχωρα της Αθήνας ήταν ένα καθημερινό γεγονός. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες ήταν δύσκολο να βρεθούν τα λημέρια των ληστών που ήταν στις παρυφές της πόλης. Η Αττική ήταν ακόμη γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση. Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν αμπελώνες και τα Μεσόγεια είχαν πυκνά δάση με βελανιδιές και πεύκα όπου οι ντόπιοι κυνηγούσαν μέχρι και αγριογούρουνα. Οι ληστές Νταβέλης, Κακαράπης, Γιαγκούλας, Αρβανιτάκηδες κι άλλοι, όλοι τους παιδιά της φτώχειας, της αδικίας, αλλά και της αναρχικής νοοτροπίας τους, έχουν εισχωρήσει στην περιοχή του μύθου και παραμένουν ακόμη γοητευτικά. Για τον μύθο αυτόν, γίνονται ληστές για να εκδικηθούν την κοινωνία που λόγω χαμηλής καταγωγής τους είχε καταφρονέσει. Καταφεύγουν στην παρανομία και λεηλατούν τα περίχωρα των Αθηνών. Οι Αθηναίοι καταβάλλουν αντίτιμο σε αυτούς για να μπορέσουν να περάσουν τα περάσματα που ελέγχουν. Κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως, η προφανής αφορμή είναι η εκδίκηση για ένα φόνο. Κάποιες άλλες, η «άτιμη η κοινωνία» που τους αρνείται το δικαίωμα να στεφανωθούν το ταίρι που αγαπούν. Έτσι η εκδίκηση στην περίπτωση αυτή είναι τρομερή και προϋποθέτει έως τον φόνο του αντεραστή-γαμπρού, των γονιών της νύφης ή και της ίδιας της άπιστης.
Ο Μπαϊρακτάρης το αντίπαλο δέος των λήσταρχων. Το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, στις 20 Μαρτίου 1893 διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των λήσταρχων, αλλά κυρίως των τότε μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας. Ο «μάγκας» ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος, κοινωνικός, οξυδερκής αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο «είχε μπέσα». Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στη γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους πηγαίνανε στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολό του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές του μάγκα ασυζητητί. Διαφορετικά, ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για «να καθαρίσουν». Τα «κουτσαβάκια» ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Συνηθισμένη εμφάνιση τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα (μαχαίρια και πιστόλια) που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν (από κει και το «κουτσαβάκης»), φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού. Όλα αυτά υπό την ανοχή της αστυνομίας που «λαδωνόταν» από τους μάγκες. Όλα αυτά μέχρι το 1893 που ο Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ’ τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία, για να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες. Αργότερα, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.
Άποψη της Αθήνας γύρω στο 1900. Η φωτογραφία ρετουσαρίστηκε σε έγχρωμη κι έτσι μπορούμε να δούμε αριστερά από το Παναθηναϊκό στάδιο το καταπράσινο Παγκράτι (φωτογραφία από ταχυδρομική κάρτα).
http://history-pages.blogspot.com
Ατελείωτες οι ουρές των Αθηναίων καθημερινά σε αυτές με τους τενεκέδες και τις στάμνες, καυγάδες για τη σειρά και φασαρίες. Χρυσές δουλειές έκαναν ωστόσο οι νερουλάδες που μετέφεραν με τα κάρα τους και πουλούσαν νερό στην Αθήνα, στα σπίτια που διέθεταν δεξαμενές από τις πηγές των γύρω χωριών, όπως της Κηφισιάς και του Αμαρουσίου. Μέχρι το 1924 η Αθήνα υδρευόταν κυρίως από τα νερά των πηγών της Πάρνηθας και από τον υπόγειο υδροφορέα. Το 1925 άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα σύγχρονα έργα ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας.
Φωτογραφία από την εφημερίδα Εστία το 1894. Παρουσιάζει τη δυτική πλευρά των τότε Ανακτόρων (σημερινή Βουλή). Παρατηρούμε ότι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είχε γίνει ακόμη κι όλος ο χώρος είχε τη μορφή ενός πλούσιου άλσους. Η γύρω περιοχή δεν ήταν οικοδομημένη. Περιγράφει αξιωματικός των τότε Ανακτόρων: «Από την κεντρική είσοδο του κτιρίου των Ανακτόρων βλέπεις τον κάμπο του Ρουφ - Ρέντη - Μοσχάτου, με τα αγροτόσπιτα, τη θάλασσα, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα κι όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τα γαλανά ακρογιάλια του Μοριά».
Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου των Ανακτόρων, στο σημερινό μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, γύρω στο 1900. Αργότερα, το 1930, ξεκίνησαν οι εργασίες μετατροπής του κτιρίου σε κοινοβούλιο από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Τρία χρόνια μετά, στις 2 Αυγούστου του 1934, επί πρωθυπουργίας Παναγή Τσαλδάρη, εγκαινιάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο η αίθουσα της Γερουσίας και τον επόμενο χρόνο, στις 1 Ιουλίου 1935, επί ιδίου πρωθυπουργού πραγματοποιούνται πανηγυρικά σ’ αυτό οι εργασίες της Ε' Εθνοσυνέλευσης, στη νέα αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής.
O βασιλικός κήπος, που το 1974, με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, μετονομάστηκε σε Εθνικό κήπο, έγινε για τον περιβάλλοντα καλλωπισμό των βασιλικών ανακτόρων. Τις πρώτες φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Βαυαρός γεωπόνος Σμάρατ (Smarat) το 1839, όπου φυτεύτηκαν 15.000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μετέφερε από το Σούνιο και την Εύβοια ο Πρώσος γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt), βοηθός τού Σμάρατ. Ο κήπος συνέχισε να επεκτείνεται, και για το σκοπό αυτό προσκλήθηκε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854. Τον Μπαρώ διαδέχθηκε ο Φρειδερίκος Σμιτ, ο οποίος διηύθυνε τον κήπο επί 30 χρόνια, φέρνοντας από το εξωτερικό πολλά φυτά, κατάλληλα για το κλίμα της Αττικής, συμπληρώνοντας έτσι τη φύτευση του κήπου στα σημερινά της όρια. Ο κήπος ήταν για την αποκλειστική τέρψη της βασιλικής οικογένειας και δεν ήταν ελεύθερος για τον Αθηναϊκό λαό.
Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι υπήρχε ένα θέατρο-κόσμημα στην πρωτεύουσα, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στη θέση του παλαιού Δημαρχείου (πλατεία Κοτζιά). Σε διαδοχικά σχέδια των Μπουλανζέ (1857) και Τσίλερ (1873) λειτούργησε από το 1888 έως το 1939 και πέρασε διάφορες φάσεις ταλαιπωρίας στο μισό αιώνα ζωής του. Το θέατρο αυτό είχε χωρητικότητα 1.500 θεατών και ήταν από τα καλύτερα και πολυτελέστερα της Ευρώπης, πραγματικά ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα. Όταν έφθασαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μην ξέροντας που να τους στεγάσει, το ως γνωστό ανοργάνωτο κράτος σταμάτησε την λειτουργία του. Για 5 περίπου χρόνια οι πρόσφυγες («οι τουρκόσποροι», όπως τους αποκαλούσαν οι ανάλγητοι Αθηναίοι αστοί της εποχής), στοιβάζονταν κατά εκατοντάδες στο θέατρο αυτό. Εγκαταλειμμένοι από το κράτος, τις παγερές νύχτες του χειμώνα έκαιγαν τα καθίσματα και τα έπιπλα. Τις κουρτίνες τις έκαναν σκεπάσματα. Το θέατρο μαγαρίστηκε. Από το 1927, που μετακόμισαν και οι τελευταίοι πρόσφυγες, το θέατρο έμεινε ανενεργό και εγκαταλειμμένο. Τελικά το 1939 την κατεδάφισή του πρότεινε ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, υπουργός Διοίκησης Πρωτεύουσας (επί Μεταξά), με σύμφωνη απόφαση του δημάρχου Αμβρόσιου Πλυτά, λέγοντας στο Δημοτικό συμβούλιο ότι «η απαλλαγή της Αθήνας από το θέατρο θα ήταν ευεργέτημα».
Φωτογραφία μέρους της Ομόνοιας περί τα 1870. Διακρίνουμε τις κλειστές επιβατηγούς άμαξες, τις «Βικτώριες», όπως τις αποκαλούσαν. Οι ράγες των πρώτων ιππήλατων τραμ, που κατασκευάστηκαν το 1882, δεν υπάρχουν ακόμη.
Ο χώρος διαμορφώθηκε σε πλατεία το 1846 και αρχικά πήρε το όνομα Πλατεία Ανακτόρων και στη συνέχεια Πλατεία Όθωνος, προς τιμή του βασιλιά. Αποτελούσε το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής. Το 1862 μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ομονοίας, όταν στο χώρο αυτό συγκεντρώθηκαν κι έδωσαν όρκο «ομονοίας» οι αρχηγοί των αντιπάλων πολιτικών μερίδων, οι οποίες είχαν προκαλέσει λόγω του δυναστικού αιματηρές ταραχές στη χώρα (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Πλατεία Συντάγματος: Διαμορφώθηκε το 1843 και ονομαζόταν αρχικά και αυτή Πλατεία Ανακτόρων. Η πλατεία πήρε το σημερινό όνομά της από το Σύνταγμα, που αναγκάστηκε να εκδώσει ο βασιλιάς Όθωνας μετά από τη στρατιωτική περισσότερο εξέγερση και όχι λαϊκή, τη λεγόμενη Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που αποδεδειγμένα είχε παρακινηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όταν, τότε, μόνο μία από αυτές, η Γαλλία, είχε θεσπίσει σύνταγμα. Διακρίνεται (αριστερό κτίριο) το κοσμικό καφενείο του Ζαχαράτου, «η μικρή Βουλή», όπως λεγόταν τότε, γιατί σ’ αυτό πολλές φορές παίχθηκε η τύχη, πολιτικών καταστάσεων. Στο εσωτερικό του είχε δύο αίθουσες. Στη μια κάθονταν οι απόστρατοι και εν ενεργεία στρατιωτικοί και στην άλλη οι πολιτικοί και οι λόγιοι της εποχής. Μπορούσε κανείς να διακρίνει τον Γιάννη Γρυπάρη, τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Γιώργο Σουρή, τον Πέτρο Κανελλίδη, τον Καλαποθάκη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον Κονδυλάκη, τον Εμμανουήλ Ροΐδη και άλλους (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Η πλατεία Συντάγματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Από αυτήν τη φωτογραφία μπορούμε να κατανοήσουμε και τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής. Διακρίνουμε τα πρώτα ιππήλατα τραμ που κινούντο πάνω σε σταθερές ράγες για να μη μεταφέρονται οι κραδασμοί στην καμπίνα και για να μειωθεί η τριβή των τροχών αυξάνοντας την έλξη των ίππων. Μπορεί η Αθήνα να μην είχε νέφος τότε αλλά πνιγόταν στη σκόνη που σήκωναν οι άμαξες και τα κάρα. Διακρίνουμε και ένα μόνιππο (λαντό). Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Οι πολλοί ευκατάστατοι Αθηναίοι είχαν δικά τους λαντό σαν τα σημερινά Ι.Χ.
Στην Αθήνα αναπτύχθηκε δίκτυο ιππήλατων τροχιοδρόμων μετρικού εύρους, το 1882, για την ακρίβεια: από τη βελγικών συμφερόντων Εταιρεία Τροχιοδρόμων Αθηνών - Πειραιώς - Περιχώρων (Ε.Τ.Α.Π.Π.). Το δίκτυο αυτό ηλεκτροδοτήθηκε, αναβαθμίσθηκε και επεκτάθηκε μεταξύ 1906 και 1908, ενώ υπέστη τροποποιήσεις και προσθήκες και μεταγενέστερα. Το εισιτήριο με άμαξα αγγλικού τύπου Βικτώρια (μεγάλη άμαξα με δυο ή και τέσσερα άλογα ήταν τα λεωφορεία της εποχής) ήταν αρχικά μια δεκάρα. Όταν όμως άρχισε ο συναγωνισμός με το τραμ, το εισιτήριο κόστιζε μια πεντάρα. Επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν και τον ιπποκίνητο ακόμη «τροχιόδρομο» της οδού Σταδίου, εγκατέλειψαν τη γραμμή αυτή κι εγκαταστάθηκαν στο Σταθμό Λαρίσης, κάνοντας τη διαδρομή μέχρι το Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στην Ομόνοια. Τελικά όμως υπέκυψαν στα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).
Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετάνιας χτίστηκε το Ι842, στον ίδιο χώρο, από τον Αντώνιο Δημητρίου, σε σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Ένα κτίριο με δυο κατοικίες (Δημητρίου-Λημνού), γραφεία στο ισόγειο και κοινόχρηστους χώρους. Για αρκετά χρόνια (1856-1873) χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Τελικά το 1874 έγινε ξενοδοχείο. Παρατηρούμε ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν τότε όπως το βλέπουμε σήμερα (φωτογραφική πηγή: ταχυδρομική κάρτα της εποχής).
Στα Αθηναϊκά καφενεία της εποχής, εκτός από τα πολιτικά, κυριαρχούσαν τα καμώματα των ληστών. Τον καιρό εκείνον οι ληστείες στα περίχωρα της Αθήνας ήταν ένα καθημερινό γεγονός. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες ήταν δύσκολο να βρεθούν τα λημέρια των ληστών που ήταν στις παρυφές της πόλης. Η Αττική ήταν ακόμη γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση. Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν αμπελώνες και τα Μεσόγεια είχαν πυκνά δάση με βελανιδιές και πεύκα όπου οι ντόπιοι κυνηγούσαν μέχρι και αγριογούρουνα. Οι ληστές Νταβέλης, Κακαράπης, Γιαγκούλας, Αρβανιτάκηδες κι άλλοι, όλοι τους παιδιά της φτώχειας, της αδικίας, αλλά και της αναρχικής νοοτροπίας τους, έχουν εισχωρήσει στην περιοχή του μύθου και παραμένουν ακόμη γοητευτικά. Για τον μύθο αυτόν, γίνονται ληστές για να εκδικηθούν την κοινωνία που λόγω χαμηλής καταγωγής τους είχε καταφρονέσει. Καταφεύγουν στην παρανομία και λεηλατούν τα περίχωρα των Αθηνών. Οι Αθηναίοι καταβάλλουν αντίτιμο σε αυτούς για να μπορέσουν να περάσουν τα περάσματα που ελέγχουν. Κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως, η προφανής αφορμή είναι η εκδίκηση για ένα φόνο. Κάποιες άλλες, η «άτιμη η κοινωνία» που τους αρνείται το δικαίωμα να στεφανωθούν το ταίρι που αγαπούν. Έτσι η εκδίκηση στην περίπτωση αυτή είναι τρομερή και προϋποθέτει έως τον φόνο του αντεραστή-γαμπρού, των γονιών της νύφης ή και της ίδιας της άπιστης.
Ο Μπαϊρακτάρης το αντίπαλο δέος των λήσταρχων. Το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, στις 20 Μαρτίου 1893 διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των λήσταρχων, αλλά κυρίως των τότε μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας. Ο «μάγκας» ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος, κοινωνικός, οξυδερκής αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο «είχε μπέσα». Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στη γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους πηγαίνανε στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολό του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές του μάγκα ασυζητητί. Διαφορετικά, ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για «να καθαρίσουν». Τα «κουτσαβάκια» ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Συνηθισμένη εμφάνιση τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα (μαχαίρια και πιστόλια) που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν (από κει και το «κουτσαβάκης»), φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού. Όλα αυτά υπό την ανοχή της αστυνομίας που «λαδωνόταν» από τους μάγκες. Όλα αυτά μέχρι το 1893 που ο Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ’ τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία, για να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες. Αργότερα, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.
Άποψη της Αθήνας γύρω στο 1900. Η φωτογραφία ρετουσαρίστηκε σε έγχρωμη κι έτσι μπορούμε να δούμε αριστερά από το Παναθηναϊκό στάδιο το καταπράσινο Παγκράτι (φωτογραφία από ταχυδρομική κάρτα).
http://history-pages.blogspot.com