Αγνές καλές εποχές...
Οδός Σταδίου, δεκαετία του ’50
Τραγικά μικρά, με κακό αερισμό
σαρδελλοποιούσαν τους (συνήθως άπλυτους) επιβάτες. Στο ταβάνι δεξιά και
αριστερά υπήρχε ένα οριζόντιο λουρί που άμα το τραβούσες κτύπαγε το
κουδούνι για να κάνει στάση.
Μετά τον πόλεμο οι αμαξάδες της Κηφισιάς πήραν άδειες ταξί και κάτι μαύρα Φορντ μοντέλα του 1926.
Ο κουρέας δεν εβαζε βδελλες ουτε εκοβε βεντουζες οπως παλαια. Το
κουρειο ομως ηταν και αυτο στεκι. Πολλοί ηλικιωμενοι το επισκεπτοντουσαν
καθημερινα για ξυρισμα. Στο ξυρισμα χρησμοποιωταν ξυράφι. Το ακονιζαν
σε πετσινο λουρι και μετα την σπαπουναδα στο λεκανακι. Το κουρεμα
φινονταν με χειροκινητη μηχανή εν χρώ για τους μαθητες (κν. γουλι). Στην
Κυψέλη ειχαμε στην Σκυρου και Σπετσων τον κυρ-Νικο, και τον κ. Σπύρο
Πουλή στην οδο Κυψέλης μεταξυ Σκυρου και Ευβοίας. Οι πιο ηλικιωμενοι,
(πχ. ο παππούς μου) ζητουσαν τις υπηρεσιες του κουρέα στο σπιτι. Ο
παππους μου απεριπτε καθε καθυστερηση απο την συμφωνημενη ωρα, χωρις
καμια σοβαρη δικαιολογια, για την απορριψη παρα μονον διότι δεν ηθελε να
γινει "οργανον του κουρέως". Οι κουρείς ηταν κατα κανόνα μουζικαντες,
λαλίστατοι, και εκτροφεις καναρινιων.
Το μπακάλικο λειτούργησε μέχρι το 1972 οπότε και έκλεισε. Ήταν ο πρόδρομος των σημερινών σούπερ μάρκετ.
Οδός Σταδίου, δεκαετία του ’50
Μια από τις πιο αγαπημένες μας παλιές
φωτογραφίες της Αθήνας. Έχεις την ψευδαίσθηση ότι βλέπεις μια πόλη με
μεγάλο αστικό βάθος. Νομίζω ότι ο μεσοπόλεμος και οι δεκαετίες του ’50
και του ’60 ήταν οι καλύτερες της Αθήνας ever.
Μιλάμε,
μάλλον, για τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Το μόνο αναγνωρίσιμο
σημείο αναφοράς το οποίο επιβιώνει μέχρι και σήμερα, δεξιά, ένα τμήμα
του Εθνικού Τυπογραφείου.
Η
αριστερή όχθη είναι δυστυχώς σχεδόν ολοκληρωτικά αποψιλωμένη, ενώ
σχετικά καθαρά διακρίνεται δεξιά το μεγαλοπρεπές Μέγαρο Αθηνογένους
(δεύτερο κτίριο μετά το Τυπογραφείο) που σήμερα έχει τα… χάλια του. Στο
βάθος, ίσα που φαίνεται η Ομόνοια με το κατεδαφισμένο σήμερα Θέατρο
Κοτοπούλη. Περισσότερο, όμως, και από τα κτίρια, ενδιαφέρον παρουσιάζει η
καταπληκτική ατμόσφαιρα του δρόμου. Τα προσεγμένα ντυσίματα των
Αθηναίων της εποχής μαρτυρούν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα, το ρολόι
δείχνει δέκα παρά είκοσι το πρωί και τα πολλά αναμμένα τσιγάρα μάς
βοηθούν να καταλάβουμε ότι κάποτε το κάπνισμα ήταν πολύ της μόδας και
εξαιρετικά σικ.
Λεωφορεία του ’50 στους δρόμους της Αθήνας
Τραγικά μικρά, με κακό αερισμό
σαρδελλοποιούσαν τους (συνήθως άπλυτους) επιβάτες. Στο ταβάνι δεξιά και
αριστερά υπήρχε ένα οριζόντιο λουρί που άμα το τραβούσες κτύπαγε το
κουδούνι για να κάνει στάση.
Χαρακτηριστικά:
Οι Καθαρευουσιάνικες επιγραφές
"ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ" και "ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ" (Βεβαια το
πολιτισμικό επίπεδο του πτύοντος ήταν και ανάλογον του μορφωτικού του
επιπέδου: αγραματοσύνη του κερατά, και η απαγόρευση ήταν γι΄αυτόν πλήρως
ακατανόητη).
Τα πρώτα χρόνια η επιβίβαση γινόταν
αυθαίρετα από οποιαδήποτε πόρτα, ο εισπράκτορας ξαναπερνούσε για να
κόψει τα εισιτήρια των νεοεπιβιβασθέντων. Το ίδιο ίσχυε και γιά την
αποβίβαση. Ακουγόταν και η παράκληση των (μικρασιάτων) επιβατών:
"Εισπράκτωρ, άνοιξε με απο πίσω". Αργότερα όταν Υπουργός Συγκοινωνιών
έγινε ο Βρανόπουλος της ΕΡΕ έβαλε μικρόφωνα στο κάθισμα του εισπράκτορα
και γίναν κάποιες βελτιώσεις: Είσοδος απο την πίσω πόρτα μόνον, Καθιστός
ο εισπράκτορας πίσω.
Τα ταξί
Μετά τον πόλεμο οι αμαξάδες της Κηφισιάς πήραν άδειες ταξί και κάτι μαύρα Φορντ μοντέλα του 1926.
Αργότερα εμφανίσθηκαν κάτι τεραστία Plymouth, Chevrolet, De Soto, που έκαιγαν ένα σκασμό βενζίνη.
Η βενζίνη πουλιόταν τότε με το γαλόνι και οι αντλιες ηταν αναλογικές, με
ρολόγια. Το χρώμα του ΤΑΞΙ ήταν ελεύθερο και δεν υπήρχε η ταμπέλα
«ΤΑΧΙ».Το αναγνώριζες από την μια ταμπελίτσα του ταξίμετρου (την έλεγαν σημαία
λόγω σχήματος) και έγραφε την ένδειξη ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ. Από εκεί παρέμεινε η
έκφραση «πτώση σημαίας» που έδειχνε το αρχικό ποσό χρέωσης μόλις ο
ταξίτζης κατέβαζε το μοχλό της σημαίας. Τότε πια η σημαία δεν φαίνονταν.
Όμως τα ταξί τα αναγνώριζες από μακριά γιατί κανένας ιδιώτης δεν είχε
τέτοιου μεγέθους αυτοκίνητο.
Ο κουρέας
Ο κουρέας δεν εβαζε βδελλες ουτε εκοβε βεντουζες οπως παλαια. Το
κουρειο ομως ηταν και αυτο στεκι. Πολλοί ηλικιωμενοι το επισκεπτοντουσαν
καθημερινα για ξυρισμα. Στο ξυρισμα χρησμοποιωταν ξυράφι. Το ακονιζαν
σε πετσινο λουρι και μετα την σπαπουναδα στο λεκανακι. Το κουρεμα
φινονταν με χειροκινητη μηχανή εν χρώ για τους μαθητες (κν. γουλι). Στην
Κυψέλη ειχαμε στην Σκυρου και Σπετσων τον κυρ-Νικο, και τον κ. Σπύρο
Πουλή στην οδο Κυψέλης μεταξυ Σκυρου και Ευβοίας. Οι πιο ηλικιωμενοι,
(πχ. ο παππούς μου) ζητουσαν τις υπηρεσιες του κουρέα στο σπιτι. Ο
παππους μου απεριπτε καθε καθυστερηση απο την συμφωνημενη ωρα, χωρις
καμια σοβαρη δικαιολογια, για την απορριψη παρα μονον διότι δεν ηθελε να
γινει "οργανον του κουρέως". Οι κουρείς ηταν κατα κανόνα μουζικαντες,
λαλίστατοι, και εκτροφεις καναρινιων.
ΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ
Το μπακάλικο του Κίκιζα ήταν γνωστό σ' όλη την Αθήνα. Βρισκόταν στη
γωνία Λένορμαν και Παλαμηδίου... Ήταν το μεγαλύτερο μπακάλικο της τότε
Αθήνας και λειτουργούσε από το 1925. Απασχολούσε περισσότερους από
είκοσι υπαλλήλους, όταν τα μεγαλύτερα μπακάλικα της εποχής απασχολούσαν
πέντε ή έξι υπαλλήλους.
Όταν δεν μπορούσαν οι Αθηναίοι να βρουν ένα είδος σε άλλα μπακάλικα το 'βρισκαν στου Κίκιζα και πάντα φρέσκο, δεδομένου ότι είχε πολλή δουλειά και τίποτα δεν έμενε στις αποθήκες για καιρό. Μία από τις στάσεις του 11 τραμ που άρχιζε από την Κολοκυνθού και τελείωνε στο τέρμα της οδού Ιπποκράτους λεγόταν στάση Κίκιζα κι αυτό διευκόλυνε τον κόσμο που ήθελε να ψωνίσει εκεί.
Το Σαββατόβραδο γινόταν πατείς με πατώ σε εκεί μέσα, μέχρι που ερχόταν
αστυφύλακας για την τάξη, αλλά ο Κίκιζας δεν έδινε ποτέ βερεσέ. Για να
ψωνίσεις εκεί έπρεπε να 'χεις τα λεφτά στο χέρι και καθώς στην περιοχή
εκείνη κατοικούσαν μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, που πληρώνονταν κάθε
Σάββατο, τις άλλες μέρες ψώνιζαν με το βιβλιαράκι στα μικρά μπακάλικα.
Το κωμικό σ' αυτή την υπόθεση (αν μπορεί να λεχθεί κωμικό) ήταν, ότι το
Σαββατόβραδο οι μικρό-μπακάληδες, που συνήθως δεν είχαν δουλειά,
στέκονταν στην εξώπορτα του μαγαζιού τους και παρακολουθούσαν τις
νοικοκυρές που πήγαιναν στον Κίκιζα να ψωνίσουν και σ' όποια έπαιρνε το
μάτι τους φώναζαν, «κυρά-Πηνειώ, απόψε που 'χεις λεφτά πας στον Κίκιζα,
αλλά έλα τη Δευτέρα με το βιβλιαράκι, δε θα σου δώσω τίποτα βερεσέ». Οι
νοικοκυρές χαμογελούσαν αλλά δεν έπιανε η απειλή και πήγαιναν να
ψωνίσουν στον Κίκιζα.Όταν δεν μπορούσαν οι Αθηναίοι να βρουν ένα είδος σε άλλα μπακάλικα το 'βρισκαν στου Κίκιζα και πάντα φρέσκο, δεδομένου ότι είχε πολλή δουλειά και τίποτα δεν έμενε στις αποθήκες για καιρό. Μία από τις στάσεις του 11 τραμ που άρχιζε από την Κολοκυνθού και τελείωνε στο τέρμα της οδού Ιπποκράτους λεγόταν στάση Κίκιζα κι αυτό διευκόλυνε τον κόσμο που ήθελε να ψωνίσει εκεί.
Το μπακάλικο λειτούργησε μέχρι το 1972 οπότε και έκλεισε. Ήταν ο πρόδρομος των σημερινών σούπερ μάρκετ.