Τα Παλαιά Ανάκτορα

Τα Παλαιά Ανάκτορα είναι σήμερα η έδρα της Βουλής των Ελλήνων. 
Πρόκειται για νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον αξιόλογο Βαυαρό αρχιτέκτονα της Βασιλικής Αυλής της Βαυαρίας Friedrich von Gärtner (1792-1847) και βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορα από τον Όθωνα και στη συνέχεια από τον Γεώργιο Α' μέχρι το 1910, όπου εγκαταστάθηκε σε νεότερα, στην οδό Ηρώδου του Αττικού
γι’ αυτό και η ονομασία τους Παλαιά Ανάκτορα. Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς από την αρχή διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
 Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ
Το κτίριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836-1847, για να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Ανεγέρθηκε με έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, ως προσωπικό δάνειο προς τον Όθωνα. Η τελική επιλογή του χώρου για την ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Gärtner στα τέλη του 1835, μετά την απόρριψη των προτάσεων των Κλεάνθη, Schaubert, Klenze και Schinkel που προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα, όπου στη τελευταία είχε αντιδράσει και ο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα.
  Ειδικότερα η περιοχή ανέγερσης που πρότεινε ο Gärtner ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου, (περιφερειακής οδού τότε) και Ερμού, πάνω στον αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ των λόφων Λυκαβηττού και Ακρόπολης, που εκτός του πιο υγιεινού κλίματος που παρουσίαζε, δέσποζε και της τότε Αθήνας στο ανατολικότερο άκρο της, κοντά στην πύλη της «Μπουμπουνίστρας». Έτσι δόθηκε εντολή στον Gärtner να εκπονήσει τα σχέδια του κτιρίου, κάτι που έγινε σε πολύ ελάχιστο διάστημα, κατά τον μικρό χρόνο παραμονής του στην Αθήνα, (από τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι τον Μάρτιο του 1836), όπου και αποτέλεσε κατόρθωμα που μόνο η μεγάλη συγκέντρωση των ικανοτήτων του μπορούσε να φέρει σε πέρας.
  Η θεμελίωση του κτιρίου έγινε στις 25 Ιανουαρίου (παλαιό ημερ.) / 6 Φεβρουαρίου (νέο ημερ.) του 1836, παρουσία του Λουδοβίκου Α' και των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο, ο Gärtner επέστρεψε στο Μόναχο αφήνοντας τη διεύθυνση της ανέγερσης της οικοδομής στους Βαυαρούς ανθυπολοχαγούς Σλότερ και Χος. Ο Gärtner, στο γραφείο του στο Μόναχο, αποπεράτωσε την εκπόνηση μελετώντας όλες τις λεπτομέρειες φθάνοντας τον αριθμό των 247 σχεδίων που αφορούσαν μόνο το κτίριο των ανακτόρων Αθηνών. Σήμερα τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Moniger του Μονάχου, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός εξ αυτών δόθηκε στο μουσείο της Βουλής που αποδεικνύουν την επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας.

Βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση του κτιρίου ήταν πέτρα, μάρμαρο και ξύλα που προέρχονταν, η μεν πέτρα κυρίως από τον Υμηττό, τον Λυκαβηττό και από την περιοχή «Πινακωτά», περιοχή της Αθήνας δίπλα στο λόφο Στρέφη, τα δε μάρμαρα προέρχονταν κυρίως από την Πεντέλη, λίγα από τον Υμηττό, επίσης λίγα από την Τήνο, την Πάρο και τη Νάξο και κάποια ελάχιστα από την Καρράρα και τη Γένοβα της Ιταλίας και τέλος τα ξύλα προέρχονταν από την Εύβοια. Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση πολλών κατοίκων και ιδίως νησιωτών που ζητούσαν να εργαστούν αφιλοκερδώς στην ανέγερση των ανακτόρων, όπως Τηνιακοί, Σιφναίοι, Παριανοί, Ναξιώτες κ.ά.
 
Τελικά μόλις ολοκληρώθηκαν τα κτίσματα των τοίχων, τον Νοέμβριο του 1840, ο Gärtner επέστρεψε στην Αθήνα για να επιβλέψει τη συνέχεια της οικοδόμησης καθώς και τη ζωγραφική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων φέρνοντας επί τούτου μαζί του τους περίφημους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων της εποχής, Johann Schraudolf, Urlich Halbreiter και Josef Kranzburger οι οποίοι και ανέλαβαν τις μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία, και την ελληνική επανάσταση του 1821, ειδικά στην αίθουσα των τροπαίων. Μετά από τρίμηνη παραμονή ο Gärtner επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο αφήνοντας αυτή τη φορά στη θέση του τον μηχανικό Riedel, για την αποπεράτωση του κτιρίου. Η εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας έγινε στις 25 Ιουλίου (παλαιό ημερ.) / 6 Αυγούστου (νέο ημερ.) του 1843 (μόλις ένα μήνα περίπου πριν το νέο κτίριο αποτελέσει για πρώτη (αλλά όχι και τελευταία) φορά, το σκηνικό ενός δραματικού γεγονότος στην ελληνική πολιτική ιστορία, της επανάστασης της Γ' Σεπτεμβρίου. Αρκετές εργασίες ωστόσο συνεχίστηκαν μέχρι το 1847 (π.χ. το μεγάλο κλιμακοστάσιο), ενώ ορισμένες δεν ολοκληρώθηκαν παρά δέκα χρόνια αργότερα (όπως ο ζωγραφικός διάκοσμος).
 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΤΙΡΙΟΥ
Τα Παλαιά Ανάκτορα, σύμφωνα με τα σχέδια του Gärtner, αποτελεί ένα μάλλον λιτό (παρά τον όγκο του) ορθογώνιο τριώροφο νεοκλασικό κτίριο, με το ισόγειο, με δύο άξονες συμμετρίας από τους οποίους ο μεν κύριος άξονας Ανατολής - Δύσης ταυτίζεται με τον άξονα της οδού Ερμού, της μεγαλύτερης σε μήκος της τότε Αθήνας, ο δε δευτερεύων άξονας κάθετος στο κέντρο του προηγουμένου κατά Βορρά - Νότο ταυτίζεται με τη διεύθυνση δυτικής πλαγιάς του Λυκαβηττού με στύλους του Ολυμπίου Διός. Το κτίριο φέρει τέσσερις περιμετρικές πτέρυγες (μία ανά πλευρά) και μία εσωτερική κεντρική κατά τον κύριο άξονα εκατέρωθεν της οποίας φέρονται δύο εσωτερικά αίθρια (αυλές).
 
Περιβάλλεται από δωρικές κιονοστοιχίες (ανατολικά και νότια) και προπύλαια (προς τη δύση) και διατηρεί ακόμη και σήμερα την επιβλητικότητά του. Η κεντρική πτέρυγα που έφερε δίκλινη κεραμοσκεπή επεκτείνονταν των προσόψεων, ανατολική και δυτική, κατά 0.58 εκατοστά, δημιουργώντας στις άκρες δύο αετώματα. Τα δε κεντρικά τμήματα της βορινής και νότιας (μεσημβρινής) πτέρυγας δημιουργούν εσοχή περίπου 3,80 μ. από τις άκρες της ανατολικής και δυτικής πρόσοψης. Οι εξοχές της κεντρικής πτέρυγας και οι παραπάνω εσοχές των πλευρικών πτερύγων δημιουργούν μια ιδιαίτερη πλαστικότητα σε βαρύ κλασικό τόνο που κάνει το κτίριο να ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του μοναδικότητα. Η ανατολική και δυτική πρόσοψη έχουν μήκος έκαστη περίπου 90 μέτρα, ενώ οι δύο άλλες προσόψεις περίπου 80 μ. η κάθε μία.
  Όλο το κτίριο φέρεται υπερυψωμένο κατά 1,5 μ. από τον περιβάλλοντα χώρο. Όλες οι εξωτερικές πτέρυγες έχουν ισόγειο και δύο υπερκείμενους ορόφους. Το ύψος του ισογείου είναι 7,16 μ. (μικτό), του πρώτου ορόφου 7,11 μ. (μικτό), ενώ το ύψος του δεύτερου ορόφου έχει ύψος 5,5 μ. Αντίθετα η μεσαία πτέρυγα είχε υπόγειο, ισόγειο με ύψος το αυτό των άλλων πτερύγων και μόνο ένα υπερκείμενο όροφο με ύψος 14,20 μ. (μεγαλύτερο δηλαδή από τα ύψη των 1ου και 2ου ορόφων μαζί, των άλλων πτερύγων). Στον χώρο αυτό ήταν οι επίσημες αίθουσες υποδοχής, η αίθουσα «δεξιώσεων - χορού - παιγνιδιών» και της μεγάλης τραπεζαρίας. Ήταν ο πλουσιότερα διακοσμημένος χώρος των ανακτόρων σε τοιχογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, χάρτες, αλλά και σε επίπλωση και άλλες διακοσμήσεις.
 ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ
Για τις εξωτερικές όψεις των πτερύγων του κτιρίου ο Gärtner είχε εκπονήσει πολλά σχέδια με πλούσιες διακοσμήσεις, από τα οποία τα περισσότερα αφορούσαν τη δυτική όψη της αντίστοιχης πτέρυγας που ήταν και η πιο επίσημη.
 
Υποβάλλοντας τα σχέδια προς επιλογή στον Βασιλιά Λουδοβίκο, που ήταν και ο χρηματοδότης του κτιρίου, για λόγους οικονομίας αφενός και λόγους εκτροπής της κλασικής λιτότητας σε αναγεννησιακό ρυθμό δεν τα ενέκρινε. Στο σημείο δε αυτό όπως αναφέρει και ο Oswald Hederer στο βιβλίο του Friedrich von Gärtner: «...όταν ο Βασιλιάς Λουδοβίκος (της Βαυαρίας) διέγραψε με κόκκινο μολύβι όλα τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία των όψεων φέρεται ο Gärtner να είπε με κάποια αγανάκτηση: Ε! τώρα Μεγαλειότατε απομένει ένας στρατώνας!».
 
Παρά τη λιτότητα όμως που του επιβλήθηκε, ο Gärtner κατάφερε, με κάποια λίγα σχετικά στοιχεία, πλην όμως σωστά επιλεγμένα, που χρησιμοποίησε, να δώσει στο ογκώδες κτίριο μια επιβλητική και γαλήνια εμφάνιση. Με δύο ταινίες ως νημάτια ένωσε τις ποδιές όλων των παραθύρων περιμετρικά ανά όροφο σπάζοντας έτσι την μονοτονία των μεγάλων εξωτερικών επιφανειών των πτερύγων, ενώ με τα διάφορα δωρικά πρόπυλα των εισόδων του κτιρίου εκτός της μεσημβρινής πλευράς που είναι ιωνικά, τόνισε ακόμα περισσότερο το αρχιτεκτονικό νεοκλασικό ύφος αυτού.
 
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Τα Παλαιά Ανάκτορα αποτέλεσαν την έδρα της βασιλικής εξουσίας επί 7 σχεδόν δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων υπέστησαν τις συνέπειες δύο σοβαρών πυρκαγιών. Η πρώτη, το 1884, κατέκαψε τον 2ο όροφο της βόρειας πτέρυγας, ενώ στη δεύτερη, το 1909, πολύ καταστρεπτικότερη, αποτεφρώθηκαν το σύνολο της κεντρικής πτέρυγας και τμήματα της ανατολικής και δυτικής.
 
Το 1910 έπαψαν να χρησιμοποιούνται ως ανάκτορα και παράλληλα επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας, η οποία εγκαταστάθηκε τότε προσωρινά στα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου, ενώ, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α' (Μάιος 1913), τα ανάκτορα του (μέχρι τότε διαδόχου και ήδη βασιλιά) Κωνσταντίνου, επί της οδού Ηρώδου Αττικού, κατέστησαν η νέα βασιλική έδρα.
 
Στο επόμενο χρονικό διάστημα, τα Παλαιά Ανάκτορα είχαν διάφορες χρήσεις (κατοικία της βασιλομήτορος Όλγας, ιδίως όταν ασκούσε την αντιβασιλεία, Νοσοκομείο στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, κ.ά.).
 
Το 1929 αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η εγκατάσταση εκεί του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που προηγουμένως στεγαζόταν στο Βουλευτήριο της οδού Σταδίου (σήμερα γνωστό σαν Παλιά Βουλή), και της Γερουσίας. Για την εφαρμογή αυτής της απόφασης, πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1930-1935 ευρύτατης έκτασης επέμβαση (βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, απόφοιτου του Πολυτεχνείου του Μονάχου και εκφραστή ενός νεοακαδημαϊκού εκλεκτικισμού), στη διάρκεια της οποίας η μισοερειπωμένη κεντρική πτέρυγα κατεδαφίστηκε μέχρις θεμελίων και στη θέση της οικοδομήθηκαν τα αμφιθέατρα συνεδριάσεων των δύο νομοθετικών σωμάτων (με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα πατώματα και σιδηροκατασκευών με γυαλί στην επιστέγαση), ενώ αναγέρθηκε στη βόρεια όψη νεοκλασικό πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες (συμπληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις αντίστοιχες κιονοστοιχίες των υπολοίπων όψεων). Στις 25 Μαρτίου 1932 έγιναν και τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1929.
 
Τα εγκαίνια της Γερουσίας έγιναν τον Αύγουστο του 1934 και της Βουλής τον Ιούλιο του 1935 (και τα δυο σώματα καταργήθηκαν ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους εκεί, η μεν Γερουσία οριστικά, η δε Βουλή για μια δεκαετία, λόγω της δικτατορίας Μεταξά και της Κατοχής). Στο διάστημα 1934-1989, είχε την έδρα του εκεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ κατά καιρούς στεγάζονταν και διάφορες άλλες υπηρεσίες (μεταξύ των ετών 1936-1944 το Υπουργείο Ασφαλείας, το 1940-1941 και το 1945-1951 το Γενικό Επιτελείο Στρατού, κ.ά.). Από το 1946, ωστόσο, χρησιμοποιείται κυρίως ως έδρα της Βουλής των Ελλήνων (με εξαίρεση το διάστημα της δικτατορίας 1967-1974), αλλά και του Υπουργικού Συμβουλίου. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκε πλήθος επεμβάσεων, κυρίως στην εσωτερική διαρρύθμιση, ενώ μεταξύ των ετών 1996-2000 κατασκευάστηκε (κάτω από το προαύλιο) υπόγειος χώρος στάθμευσης και φύλαξης αυτοκινήτων και βρεφονηπιακός σταθμός.
  Σήμερα είναι έδρα του ελληνικού κοινοβουλίου, της Βουλής των Ελλήνων. Στεγάζει την αίθουσα του Κοινοβουλίου, της Γερουσίας και των Επιτροπών, τα Γραφεία του Προέδρου της Βουλής και των Αντιπροέδρων, μέρος του Αρχείου της Βουλής, γραφεία των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, το τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής των Ελλήνων, καθώς και διοικητικές υπηρεσίες.
  Άλλα κτίρια της Βουλής είναι το Καπνεργοστάσιο, στην οδό Λένορμαν (Βιβλιοθήκη και το υπόλοιπο Αρχείο της Βουλής), το κτίριο της Λεωφόρου Αμαλίας (διοικητικές υπηρεσίες), τα κτίριο της οδού Βουλής 4 και Μητροπόλεως 2 (όπου βρίσκονται τα γραφεία των Βουλευτών επαρχίας και το Εκθετήριο του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων), μέρος του Μεγάρου Αρβανίτη (διοικητικές υπηρεσίες) και το κτίριο επί της οδού Σέκερη 1Α (διοικητικές υπηρεσίες).
 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ. Η. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών, Αθήνα 1933.
Κ. Η. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα 1η έκδ. 1966, 3η έκδ. 1996.
Ν. Μακρυγιάννης, Ιστορία του μεγάρου της Βουλής, Αθήνα 1979.
Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1984.
Αικατερίνη Δεμενεγή-Βιριράκη, Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών, 1836-1986, Αθήνα 1994.