Καλοκαίρι του 2012, στο παζάρι των ρακοσυλλεκτών. Καθώς περιδιαβαίνουμε
ανάμεσα σε βουνά από ρούχα
αγοράζουμε περιοδικά του ’80 με ενάμισι ευρώ και χαζεύουμε τον κόσμο να παζαρεύει ξύλινα παιχνίδια και σκουριασμένες γραφομηχανές, το μάτι μου πέφτει σε έναν δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι. «Έχεις πικάπ;» έρχεται προς το μέρος μου περιχαρής ο προσωρινός ιδιοκτήτης του.
«Έχει ο μπαμπάς». «Ξέρει από μουσική ο μπαμπάς». Ετοιμάζομαι να βγάλω χαρτονόμισμα μάλλον ευτελούς αξίας από την τσέπη, όταν το «40 ευρώ» που ακούω με σταματάει. Σαράντα; «Εμ, είναι συλλεκτικός ο Μάνος». Μα, είναι ένα μεταχειρισμένο βινύλιο, ετοιμάζομαι να διαμαρτυρηθώ. Γι’ αυτό ακριβώς είναι συλλεκτικό, όμως, το ξανασκέφτομαι και αφήνω τον «Μάνο» πίσω στη στοίβα του.
Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη, για παράδειγμα, στις βιντεοκασέτες ή τις κασέτες με τις μουσικές των παιδικών μας χρόνων, το βινύλιο πέρασε σχεδόν απευθείας από την σφαίρα της καθημερινότητας (με την έννοια του βάλε-κάτι-να-παίζει-στο-πικάπ) στο βασίλειο των φετίχ. Έγινε κάποια στιγμή ρετρό, δεν έγινε όμως ούτε για μια στιγμή “passé”.
Βοήθησε σίγουρα η ωραία του εμφάνιση, γιατί, πείτε ό,τι θέλετε, πολύ λίγοι εξ ημών καταφέρνουμε να μην κρίνουμε τα πράγματα από την εμφάνισή τους –κι αν ορκίζεστε πως όχι, βάλτε μια βιντεοκασέτα δίπλα σε έναν δίσκο βινυλίου, αφήστε τα σε κοινή θέα σε σημείο απ’ όπου περνά κόσμος, και παρατηρήστε ποιο από τα δύο θα κοιτάξουν/ αγγίξουν/ ξανακοιτάξουν οι περισσότεροι. Δεν μπορεί, όμως, να ήταν μόνο το ωραίο του υλικό και οι σέξι καμπύλες του. Χρειάζεται και προσωπικότητα για να κατακτήσεις τόσους φανατικούς θαυμαστές, που δεν θα απαρνιούνται την γοητεία σου όσο και αν γεράσεις. Γι’ αυτή την γοητεία ρωτήσαμε τρεις ιδιοκτήτες δισκοπωλείων, και τρεις φανατικούς συλλέκτες βινυλίων.
«Το CD έχει πεθάνει»
Στην ερώτηση «Γιατί Βινύλιο;», ο Δημήτρης Ψυχογιός του Mr. Vinylios στην Ηφαίστου 24, στο Μοναστηράκι, απαντά λιτά: «Γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο. Τι άλλο θα μπορούσε να αγοράσει κάποιος από τη στιγμή που απέτυχε το CD;». Ο Mr. Vinylios άνοιξε το 1996 με σκοπό να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα είδη μουσικής σε μορφή βινυλίου: rock, ψυχεδέλεια, ελληνικά, soul, blues, jazz, heavy metal και όλα τα παρακλάδια τους.
«Ο κόσμος δεν έχει επιλογές για να αγοράσει κάτι άλλο πέρα του βινυλίου, ή θα τα κατεβάσει από το Ίντερνετ ή θα τα ψωνίσει ή θα επιμείνει στη λογική του CD το οποίο αργοπεθαίνει. Πέρα από το θέμα της αισθητικής είναι και το θέμα του ήχου. Δεν υπάρχει τρόπος να αναπαραχθεί ο ήχος του βινυλίου σε καμία άλλη μορφή μέχρι σήμερα. Τίποτα δεν αναπαράγει σωστά και πιστά τον ήχο της μουσικής όπως το βινύλιο», λέει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Ψυχογιό το CD πεθαίνει γιατί δεν έχει να δώσει απολύτως τίποτα στον μουσικόφιλο. «Πολύ νόμιζαν ότι το CD θα αντικαθιστούσε το βινύλιο, όμως εν τέλει αποδείχτηκε ότι αντικατέστησε την κασέτα. Πλέον με το downloading κανείς δεν θέλει το CD. Υπό αυτή την έννοια έχει πεθάνει», επισημαίνει ο ίδιος.
Όσον αφορά τις ηλικίες που έρχονται στο μαγαζί δεν είναι στάνταρ. «Κατά βάση είναι άτομα ηλικίας 35 με 45 χρονών, όμως έχω και πελάτες που είναι ακόμα και 70 και αρκετά πιτσιρίκια. Η αγοραστική δύναμη πάντως είναι από τα 35 μέχρι τα 50 που έχουν μια οικονομική άνεση ή έχουν μια άλφα δισκοθήκη και θέλουν να την συνεχίσουν», αναφέρει σχετικά ο κ. Ψυχογιός, ενώ τονίζει ότι όπως κάθε μαγαζί, έτσι και το δισκάδικο έχει επηρεαστεί από την κρίση. «Δεν είμαστε εκτός κοινωνίας, και η κρίση μας έχει χτυπήσει πάρα πολύ. Υπάρχουν και πολλές χαμένες γενιές που δεν έμαθαν το πικάπ και το βινύλιο. Δεν τα ξέρουν καν. Αν τα συνδυάσεις αυτά τα δύο έχεις μια γενική πτώση. Έξω είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα, έχουν καλύτερη μουσική παιδεία», προσθέτει.
Αν και δεν υπάρχει κανόνας στο τι συγκεκριμένα ζητάει περισσότερο ο κόσμος, οι καλές εκδόσεις σε σχετικά καλή τιμή είναι αυτές που φεύγουν πιο γρήγορα. «Έχουν σταματήσει να ενδιαφέρονται για την ενδιάμεση κατηγορία και πάνε είτε για τα πολύ φτηνά είτε για τα πολύ ακριβά. Για παράδειγμα το Dark Side of the Moon πουλάει πάντα και σταθερά, είναι το πιο ‘εύκολο’ άλμπουμ των Pink Floyd και το πιο περιζήτητο, απευθύνεται σε όλα τα γούστα. Επίσης σταθερή αξία είναι και οι δίσκοι των Beatles», λέει ο κ. Ψυχογιός.
«Αν η μουσική σβήσει, θα είναι γιατί ο κόσμος δεν έχει λεφτά να την αγοράσει»
Το Crossroads στο Μοναστηράκι (Νορμανού 6) λειτουργεί εδώ και δώδεκα χρόνια και εξειδικεύεται περισσότερο στα classic rock, new rock, jazz, blues, afrofunk, funk και soul κομμάτια σε όσο το δυνατόν καλύτερες τιμές, λέει ο ιδιοκτήτης κ. Χρήστος Μπεκιράκης. Στο μαγαζί υπάρχουν και μπόλικοι τίτλοι σε CD.
«Ίσως και να έγινε μόδα το βινύλιο, δεν ξέρω. Κατ’ αρχήν το CD έχει ξεφτιλιστεί. Όταν βλέπεις να το δίνουν δωρεάν σε εφημερίδες ή να μπορείς να το κατεβάσεις τσάμπα από το Ίντερνετ, τι μπορείς να συμπεράνεις; Από την άλλη, πολλά βινύλια είτε σου δίνουν δώρο το CD είτε σου δίνουν κωδικό μέσα στη συσκευασία για να μπεις και να κατεβάσεις όλο το άλμπουμ από την εταιρεία», εξηγεί ο ίδιος.
Οι περισσότεροι πελάτες του όπως λέει, είναι μεγάλης ηλικίας (30-50 χρονών). «Είναι ηλικίες που έχουν δεθεί με την μουσική. Δεν είναι ότι δεν τα κατεβάζουν από το Ίντερνετ, απλά αν τους αρέσει ένα άλμπουμ θα το αγοράσουν. Μην φανταστείς ότι είναι και πάρα πολλοί αυτοί, πλέον ο κόσμος δεν έχει λεφτά να βγάλει τα προς το ζην, θα αγοράσει βινύλιο;», αναρωτιέται.
Το μαγαζί του κ. Μπεκιράκη δεν εξειδικεύεται τόσο στα συλλεκτικά κομμάτια. «Δεν μου αρέσει αυτή η ταμπέλα του ‘συλλεκτικού’ και ούτε θέλω να το κάνω συλλεκτικό. Ελάχιστα συλλεκτικά κομμάτια έχω. Σε μένα έρχεται κόσμος που ψάχνει συγκεκριμένα πράγματα. Αν παρ’ όλα αυτά δουν κάτι που τους ενδιαφέρει, θα το πάρουν», λέει σχετικά και προσθέτει όσον αφορά την «μόδα» του βινυλίου:
«Αν σβήσει η μουσική θα σβήσει όχι επειδή ο κόσμος δεν θα αγοράζει βινύλια, αλλά επειδή δεν θα μπορεί να αγοράσει μουσική. Δεν θα έχει την οικονομική άνεση. Αν το βινύλιο είναι μόδα θα το δείξει ο χρόνος, γιατί πριν από μια δεκαετία ο κόσμος είχε σταματήσει να παίρνει βινύλια και αγόραζε CD. Τώρα πάλι ξαναβγήκε στο προσκήνιο το βινύλιο και υπάρχει και παραγωγή αυτή τη στιγμή».
«Στην Ελλάδα η αγορά του βινυλίου είναι περιορισμένη»
«Αναμφισβήτητα, το βινύλιο είναι ένα format στο οποίο έχει κυκλοφορήσει πάρα πολλή και καλή μουσική, οπότε υπάρχει κόσμος που πάντα θα ενδιαφέρεται. Είναι και ένα αντικείμενο το οποίο κρατάει την αξία που το CD δεν έχει» λέει ο Γιώργος, ιδιοκτήτης από το 1995 του Used Records – Sonic Boom, στην οδό Σύρου 32 στην Κυψέλη, και του αντίστοιχου online shop που λειτουργεί από το 2002. «Τώρα πια, το 70% των online παραγγελιών μας είναι από το εξωτερικό. Η κίνηση είναι σαφώς πιο αυξημένη στο online κατάστημα» λέει.
Το Used Records «δουλεύει» τόσο με βινύλιο όσο και με CD. «Είναι μοιρασμένα, και το μαγαζί και η δουλειά. Προσωπικά, δεν είμαι διατεθειμένος να αφήσω το CD. Έχει βγει τόση μουσική σε CD που δεν υπάρχει σε βινύλιο, και να σου πω την αλήθεια προτιμώ την μουσική από το αντικείμενο» λέει χαμογελώντας. «Οι ηλικίες που έρχονται για το βινύλιο είναι κυρίως από 30 έως 50. Αυτά που ζητούν οι περισσότεροι κινούνται στο ευρύ φάσμα rock-jazz-soul. Πάντα προτιμούνται οι πιο παλιές εκδόσεις».
Στην ερώτησή μας πώς έχει επηρεαστεί η κίνηση τα τελευταία χρόνια, ο Γιώργος μας εκπλήσσει λέγοντας ότι ναι μεν η πτώση είναι σίγουρα πολύ μεγάλη, της τάξης του 60%, αλλά αυτό δεν οφείλεται στην οικονομική κρίση των τελευταίων δύο χρόνων. «Συμβαίνει τα τελευταία έξι χρόνια, και οφείλεται σε δυο-τρεις παράγοντες που είναι πολύ συγκεκριμένοι. Σίγουρα έχει επηρεάσει το γεγονός ότι το CD ευτελίστηκε, μπαίνοντας δώρο σε εφημερίδες και περιοδικά. Μετά, ήταν και το γεγονός ότι μπορούσες να το αντιγράψεις πολύ εύκολα, και η πειρατεία αυξήθηκε κατακόρυφα. Έπαιξαν ρόλο και οι τιμές: όταν ένα αυθεντικό CD έκανε 5.000 δραχμές, το πειρατικό το έπαιρνες με 500.
»Πλέον είμαστε είδος πολυτελείας. Όταν ο άλλος μετράει τα λεφτά μέχρι το τέλος του μήνα, προφανώς και δεν θα αγοράσει δίσκους –πολύ περισσότερο όταν έχει τη δυνατότητα να ακούσει ό,τι μουσική θέλει δωρεάν και σε πολύ καλή ποιότητα στο internet». Παρ’ όλα αυτά, παρατηρεί μια κάποια στροφή από το CD προς το βινύλιο τα τελευταία χρόνια «αλλά όχι τόσο μεγάλη όσο παρουσιάζεται, κατά τη γνώμη μου. Στην πραγματικότητα, στην ελληνική αγορά δεν υπάρχουν κυκλοφορίες σε βινύλιο, πέρα από κάποιες μικρές εταιρείες που κυκλοφορούν ένα δίσκο σε εκατό έως πεντακόσια κομμάτια μάξιμουμ. Όταν απευθύνεσαι σε τόσο μικρό κοινό, δεν μιλάμε πραγματικά για «κύμα» αναβίωσης του βινυλίου.
»Οι ξένες εταιρείες παραγωγής δεν κάνουν πια διανομή στην Ελλάδα. Κάθε ιδιοκτήτης δισκοπωλείου εισάγει τους δίσκους που θα επιλέξει, και οι οποίοι του κοστίζουν τα διπλάσια απ’ ότι θα κόστιζαν σε ένα δισκοπωλείο της Γερμανίας, για παράδειγμα. Στο εξωτερικό σίγουρα υπάρχει αυτή η άνθιση του βινυλίου που λέμε. Εκεί είναι και πιο προσιτό το βινύλιο, και πολύ μεγαλύτερη η αγορά στην οποία απευθύνεται».
Ο λόγος στους βινυλιολάτρες
«Το πρώτο μου βινύλιο το πήρα σαν δώρο στην τρίτη δημοτικού. Ήταν το Step by Step των New Kids on the Block, όμως το πρώτο μου ‘σοβαρό’ βινύλιο ήταν το Appetite for Destruction των Guns n’ Roses στην πέμπτη δημοτικού. Πλέον αγοράζω ως επί το πλείστον dance, electronica, alternative, industrial και ό,τι κλασσικό επανατυπώνεται σε βινύλιο όπως για παράδειγμα Joy Division ή Depeche Mode», λέει ο Νίκος, 30 χρονών, δάσκαλος Yoga και παρομοιάζει το βινύλιο με την… αναμέτρηση βιβλίου και Ίντερνετ.
«Η συσκευασία δίνει κύρος στην αγορά. Η μουσική από το Ίντερνετ είναι άθλια γιατί δεν είναι hardware, δεν την ακουμπάς και δεν την συλλέγεις. Πατάς ένα delete και τον πούλο. Το βινύλιο σε κάνει ‘κάτοχο’ της μουσικής», λέει χαρακτηριστικά.
Ο Νίκος παλαιότερα αγόραζε περισσότερα βινύλια σε σχέση με σήμερα, μιας και δεν βρίσκει πλέον αυτά που θέλει. Όσον αφορά την συλλογή του λέει: «Δεν θα την πούλαγα, εκτός και αν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Είναι η μοναδική μου περιουσία». Αγαπημένα του αποκτήματα είναι το Pornography των Cure, το Songs of Faith and Devotion, το Mezannine των Massive Attack, το Master of Puppets των Metallica και το Music for the Jilted Generation των Prodigy.
Ο Νίκος, 40 χρονών, επαγγελματίας DJ δηλώνει και αυτός αμετανόητος λάτρης του βινυλίου. «Τα δύο μου πρώτα βινύλια ήταν το Maximizing the Audience του Vim Mertens και το A night at the Opera των Queen, τα αγόρασα μαζί. Πλέον αγοράζω περισσότερο μουσική με ‘φυσικά’ όργανα, γιατί, ενώ παίζω τα πάντα στο μαγαζί, αυτά τα ακούω όσα χρόνια και αν περάσουν», λέει ο ίδιος.
Ο Νίκος αγοράζει σε βινύλιο σήμερα ό,τι του λείπει από παλιά άλμπουμ, ενώ αν αγοράσει κάποιο καινούργιο συνήθως θα είναι σε merch κιόσκι από συναυλίες. Θεωρεί πολύ σημαντικό «υπέρ» του βινυλίου το εξώφυλλο και υπολογίζει ότι αγοράζει περίπου τρεις δίσκους τον χρόνο. «Έχω σκεφτεί πολλές φορές να πουλήσω την συλλογή μου λόγω οικονομικών δυσκολιών, αλλά στο τέλος το σκέφτομαι καλύτερα και το ακυρώνω γιατί είναι σαν να πουλάω εμένα. Όλα είναι αγαπημένα μου, ακόμα και τα φλωροντίσκο που παλιά χρησιμοποιούσα για να σερβίρω καφέδες!», λέει χαρακτηριστικά.
«Το πρώτο μου βινύλιο το αγόρασα το 1998, ήταν το "Μπάμπης ο Φλου" του Παύλου Σιδηρόπουλου. Πλέον αγοράζω κατά κύριο λόγο δίσκους heavy metal και ψάχνω περισσότερο τις σπάνιες εκδόσεις. Μου αρέσει το βινύλιο γιατί το βρίσκεις πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι ένα CD, ενώ η χαρά που σου προσφέρει όταν το έχεις στα χέρια σου είναι μεγάλη», λέει ο Λευτέρης, 28 χρονών. «Δεν θα πουλούσα την συλλογή μου για κανένα λόγο, αν και πλέον δεν αγοράζω πολλά κομμάτια», προσθέτει.in2life.gr
αγοράζουμε περιοδικά του ’80 με ενάμισι ευρώ και χαζεύουμε τον κόσμο να παζαρεύει ξύλινα παιχνίδια και σκουριασμένες γραφομηχανές, το μάτι μου πέφτει σε έναν δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι. «Έχεις πικάπ;» έρχεται προς το μέρος μου περιχαρής ο προσωρινός ιδιοκτήτης του.
«Έχει ο μπαμπάς». «Ξέρει από μουσική ο μπαμπάς». Ετοιμάζομαι να βγάλω χαρτονόμισμα μάλλον ευτελούς αξίας από την τσέπη, όταν το «40 ευρώ» που ακούω με σταματάει. Σαράντα; «Εμ, είναι συλλεκτικός ο Μάνος». Μα, είναι ένα μεταχειρισμένο βινύλιο, ετοιμάζομαι να διαμαρτυρηθώ. Γι’ αυτό ακριβώς είναι συλλεκτικό, όμως, το ξανασκέφτομαι και αφήνω τον «Μάνο» πίσω στη στοίβα του.
Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη, για παράδειγμα, στις βιντεοκασέτες ή τις κασέτες με τις μουσικές των παιδικών μας χρόνων, το βινύλιο πέρασε σχεδόν απευθείας από την σφαίρα της καθημερινότητας (με την έννοια του βάλε-κάτι-να-παίζει-στο-πικάπ) στο βασίλειο των φετίχ. Έγινε κάποια στιγμή ρετρό, δεν έγινε όμως ούτε για μια στιγμή “passé”.
Βοήθησε σίγουρα η ωραία του εμφάνιση, γιατί, πείτε ό,τι θέλετε, πολύ λίγοι εξ ημών καταφέρνουμε να μην κρίνουμε τα πράγματα από την εμφάνισή τους –κι αν ορκίζεστε πως όχι, βάλτε μια βιντεοκασέτα δίπλα σε έναν δίσκο βινυλίου, αφήστε τα σε κοινή θέα σε σημείο απ’ όπου περνά κόσμος, και παρατηρήστε ποιο από τα δύο θα κοιτάξουν/ αγγίξουν/ ξανακοιτάξουν οι περισσότεροι. Δεν μπορεί, όμως, να ήταν μόνο το ωραίο του υλικό και οι σέξι καμπύλες του. Χρειάζεται και προσωπικότητα για να κατακτήσεις τόσους φανατικούς θαυμαστές, που δεν θα απαρνιούνται την γοητεία σου όσο και αν γεράσεις. Γι’ αυτή την γοητεία ρωτήσαμε τρεις ιδιοκτήτες δισκοπωλείων, και τρεις φανατικούς συλλέκτες βινυλίων.
«Το CD έχει πεθάνει»
Στην ερώτηση «Γιατί Βινύλιο;», ο Δημήτρης Ψυχογιός του Mr. Vinylios στην Ηφαίστου 24, στο Μοναστηράκι, απαντά λιτά: «Γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο. Τι άλλο θα μπορούσε να αγοράσει κάποιος από τη στιγμή που απέτυχε το CD;». Ο Mr. Vinylios άνοιξε το 1996 με σκοπό να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα είδη μουσικής σε μορφή βινυλίου: rock, ψυχεδέλεια, ελληνικά, soul, blues, jazz, heavy metal και όλα τα παρακλάδια τους.
«Ο κόσμος δεν έχει επιλογές για να αγοράσει κάτι άλλο πέρα του βινυλίου, ή θα τα κατεβάσει από το Ίντερνετ ή θα τα ψωνίσει ή θα επιμείνει στη λογική του CD το οποίο αργοπεθαίνει. Πέρα από το θέμα της αισθητικής είναι και το θέμα του ήχου. Δεν υπάρχει τρόπος να αναπαραχθεί ο ήχος του βινυλίου σε καμία άλλη μορφή μέχρι σήμερα. Τίποτα δεν αναπαράγει σωστά και πιστά τον ήχο της μουσικής όπως το βινύλιο», λέει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Ψυχογιό το CD πεθαίνει γιατί δεν έχει να δώσει απολύτως τίποτα στον μουσικόφιλο. «Πολύ νόμιζαν ότι το CD θα αντικαθιστούσε το βινύλιο, όμως εν τέλει αποδείχτηκε ότι αντικατέστησε την κασέτα. Πλέον με το downloading κανείς δεν θέλει το CD. Υπό αυτή την έννοια έχει πεθάνει», επισημαίνει ο ίδιος.
Όσον αφορά τις ηλικίες που έρχονται στο μαγαζί δεν είναι στάνταρ. «Κατά βάση είναι άτομα ηλικίας 35 με 45 χρονών, όμως έχω και πελάτες που είναι ακόμα και 70 και αρκετά πιτσιρίκια. Η αγοραστική δύναμη πάντως είναι από τα 35 μέχρι τα 50 που έχουν μια οικονομική άνεση ή έχουν μια άλφα δισκοθήκη και θέλουν να την συνεχίσουν», αναφέρει σχετικά ο κ. Ψυχογιός, ενώ τονίζει ότι όπως κάθε μαγαζί, έτσι και το δισκάδικο έχει επηρεαστεί από την κρίση. «Δεν είμαστε εκτός κοινωνίας, και η κρίση μας έχει χτυπήσει πάρα πολύ. Υπάρχουν και πολλές χαμένες γενιές που δεν έμαθαν το πικάπ και το βινύλιο. Δεν τα ξέρουν καν. Αν τα συνδυάσεις αυτά τα δύο έχεις μια γενική πτώση. Έξω είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα, έχουν καλύτερη μουσική παιδεία», προσθέτει.
Αν και δεν υπάρχει κανόνας στο τι συγκεκριμένα ζητάει περισσότερο ο κόσμος, οι καλές εκδόσεις σε σχετικά καλή τιμή είναι αυτές που φεύγουν πιο γρήγορα. «Έχουν σταματήσει να ενδιαφέρονται για την ενδιάμεση κατηγορία και πάνε είτε για τα πολύ φτηνά είτε για τα πολύ ακριβά. Για παράδειγμα το Dark Side of the Moon πουλάει πάντα και σταθερά, είναι το πιο ‘εύκολο’ άλμπουμ των Pink Floyd και το πιο περιζήτητο, απευθύνεται σε όλα τα γούστα. Επίσης σταθερή αξία είναι και οι δίσκοι των Beatles», λέει ο κ. Ψυχογιός.
«Αν η μουσική σβήσει, θα είναι γιατί ο κόσμος δεν έχει λεφτά να την αγοράσει»
Το Crossroads στο Μοναστηράκι (Νορμανού 6) λειτουργεί εδώ και δώδεκα χρόνια και εξειδικεύεται περισσότερο στα classic rock, new rock, jazz, blues, afrofunk, funk και soul κομμάτια σε όσο το δυνατόν καλύτερες τιμές, λέει ο ιδιοκτήτης κ. Χρήστος Μπεκιράκης. Στο μαγαζί υπάρχουν και μπόλικοι τίτλοι σε CD.
«Ίσως και να έγινε μόδα το βινύλιο, δεν ξέρω. Κατ’ αρχήν το CD έχει ξεφτιλιστεί. Όταν βλέπεις να το δίνουν δωρεάν σε εφημερίδες ή να μπορείς να το κατεβάσεις τσάμπα από το Ίντερνετ, τι μπορείς να συμπεράνεις; Από την άλλη, πολλά βινύλια είτε σου δίνουν δώρο το CD είτε σου δίνουν κωδικό μέσα στη συσκευασία για να μπεις και να κατεβάσεις όλο το άλμπουμ από την εταιρεία», εξηγεί ο ίδιος.
Οι περισσότεροι πελάτες του όπως λέει, είναι μεγάλης ηλικίας (30-50 χρονών). «Είναι ηλικίες που έχουν δεθεί με την μουσική. Δεν είναι ότι δεν τα κατεβάζουν από το Ίντερνετ, απλά αν τους αρέσει ένα άλμπουμ θα το αγοράσουν. Μην φανταστείς ότι είναι και πάρα πολλοί αυτοί, πλέον ο κόσμος δεν έχει λεφτά να βγάλει τα προς το ζην, θα αγοράσει βινύλιο;», αναρωτιέται.
Το μαγαζί του κ. Μπεκιράκη δεν εξειδικεύεται τόσο στα συλλεκτικά κομμάτια. «Δεν μου αρέσει αυτή η ταμπέλα του ‘συλλεκτικού’ και ούτε θέλω να το κάνω συλλεκτικό. Ελάχιστα συλλεκτικά κομμάτια έχω. Σε μένα έρχεται κόσμος που ψάχνει συγκεκριμένα πράγματα. Αν παρ’ όλα αυτά δουν κάτι που τους ενδιαφέρει, θα το πάρουν», λέει σχετικά και προσθέτει όσον αφορά την «μόδα» του βινυλίου:
«Αν σβήσει η μουσική θα σβήσει όχι επειδή ο κόσμος δεν θα αγοράζει βινύλια, αλλά επειδή δεν θα μπορεί να αγοράσει μουσική. Δεν θα έχει την οικονομική άνεση. Αν το βινύλιο είναι μόδα θα το δείξει ο χρόνος, γιατί πριν από μια δεκαετία ο κόσμος είχε σταματήσει να παίρνει βινύλια και αγόραζε CD. Τώρα πάλι ξαναβγήκε στο προσκήνιο το βινύλιο και υπάρχει και παραγωγή αυτή τη στιγμή».
«Στην Ελλάδα η αγορά του βινυλίου είναι περιορισμένη»
«Αναμφισβήτητα, το βινύλιο είναι ένα format στο οποίο έχει κυκλοφορήσει πάρα πολλή και καλή μουσική, οπότε υπάρχει κόσμος που πάντα θα ενδιαφέρεται. Είναι και ένα αντικείμενο το οποίο κρατάει την αξία που το CD δεν έχει» λέει ο Γιώργος, ιδιοκτήτης από το 1995 του Used Records – Sonic Boom, στην οδό Σύρου 32 στην Κυψέλη, και του αντίστοιχου online shop που λειτουργεί από το 2002. «Τώρα πια, το 70% των online παραγγελιών μας είναι από το εξωτερικό. Η κίνηση είναι σαφώς πιο αυξημένη στο online κατάστημα» λέει.
Το Used Records «δουλεύει» τόσο με βινύλιο όσο και με CD. «Είναι μοιρασμένα, και το μαγαζί και η δουλειά. Προσωπικά, δεν είμαι διατεθειμένος να αφήσω το CD. Έχει βγει τόση μουσική σε CD που δεν υπάρχει σε βινύλιο, και να σου πω την αλήθεια προτιμώ την μουσική από το αντικείμενο» λέει χαμογελώντας. «Οι ηλικίες που έρχονται για το βινύλιο είναι κυρίως από 30 έως 50. Αυτά που ζητούν οι περισσότεροι κινούνται στο ευρύ φάσμα rock-jazz-soul. Πάντα προτιμούνται οι πιο παλιές εκδόσεις».
Στην ερώτησή μας πώς έχει επηρεαστεί η κίνηση τα τελευταία χρόνια, ο Γιώργος μας εκπλήσσει λέγοντας ότι ναι μεν η πτώση είναι σίγουρα πολύ μεγάλη, της τάξης του 60%, αλλά αυτό δεν οφείλεται στην οικονομική κρίση των τελευταίων δύο χρόνων. «Συμβαίνει τα τελευταία έξι χρόνια, και οφείλεται σε δυο-τρεις παράγοντες που είναι πολύ συγκεκριμένοι. Σίγουρα έχει επηρεάσει το γεγονός ότι το CD ευτελίστηκε, μπαίνοντας δώρο σε εφημερίδες και περιοδικά. Μετά, ήταν και το γεγονός ότι μπορούσες να το αντιγράψεις πολύ εύκολα, και η πειρατεία αυξήθηκε κατακόρυφα. Έπαιξαν ρόλο και οι τιμές: όταν ένα αυθεντικό CD έκανε 5.000 δραχμές, το πειρατικό το έπαιρνες με 500.
»Πλέον είμαστε είδος πολυτελείας. Όταν ο άλλος μετράει τα λεφτά μέχρι το τέλος του μήνα, προφανώς και δεν θα αγοράσει δίσκους –πολύ περισσότερο όταν έχει τη δυνατότητα να ακούσει ό,τι μουσική θέλει δωρεάν και σε πολύ καλή ποιότητα στο internet». Παρ’ όλα αυτά, παρατηρεί μια κάποια στροφή από το CD προς το βινύλιο τα τελευταία χρόνια «αλλά όχι τόσο μεγάλη όσο παρουσιάζεται, κατά τη γνώμη μου. Στην πραγματικότητα, στην ελληνική αγορά δεν υπάρχουν κυκλοφορίες σε βινύλιο, πέρα από κάποιες μικρές εταιρείες που κυκλοφορούν ένα δίσκο σε εκατό έως πεντακόσια κομμάτια μάξιμουμ. Όταν απευθύνεσαι σε τόσο μικρό κοινό, δεν μιλάμε πραγματικά για «κύμα» αναβίωσης του βινυλίου.
»Οι ξένες εταιρείες παραγωγής δεν κάνουν πια διανομή στην Ελλάδα. Κάθε ιδιοκτήτης δισκοπωλείου εισάγει τους δίσκους που θα επιλέξει, και οι οποίοι του κοστίζουν τα διπλάσια απ’ ότι θα κόστιζαν σε ένα δισκοπωλείο της Γερμανίας, για παράδειγμα. Στο εξωτερικό σίγουρα υπάρχει αυτή η άνθιση του βινυλίου που λέμε. Εκεί είναι και πιο προσιτό το βινύλιο, και πολύ μεγαλύτερη η αγορά στην οποία απευθύνεται».
Ο λόγος στους βινυλιολάτρες
«Το πρώτο μου βινύλιο το πήρα σαν δώρο στην τρίτη δημοτικού. Ήταν το Step by Step των New Kids on the Block, όμως το πρώτο μου ‘σοβαρό’ βινύλιο ήταν το Appetite for Destruction των Guns n’ Roses στην πέμπτη δημοτικού. Πλέον αγοράζω ως επί το πλείστον dance, electronica, alternative, industrial και ό,τι κλασσικό επανατυπώνεται σε βινύλιο όπως για παράδειγμα Joy Division ή Depeche Mode», λέει ο Νίκος, 30 χρονών, δάσκαλος Yoga και παρομοιάζει το βινύλιο με την… αναμέτρηση βιβλίου και Ίντερνετ.
«Η συσκευασία δίνει κύρος στην αγορά. Η μουσική από το Ίντερνετ είναι άθλια γιατί δεν είναι hardware, δεν την ακουμπάς και δεν την συλλέγεις. Πατάς ένα delete και τον πούλο. Το βινύλιο σε κάνει ‘κάτοχο’ της μουσικής», λέει χαρακτηριστικά.
Ο Νίκος παλαιότερα αγόραζε περισσότερα βινύλια σε σχέση με σήμερα, μιας και δεν βρίσκει πλέον αυτά που θέλει. Όσον αφορά την συλλογή του λέει: «Δεν θα την πούλαγα, εκτός και αν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Είναι η μοναδική μου περιουσία». Αγαπημένα του αποκτήματα είναι το Pornography των Cure, το Songs of Faith and Devotion, το Mezannine των Massive Attack, το Master of Puppets των Metallica και το Music for the Jilted Generation των Prodigy.
Ο Νίκος, 40 χρονών, επαγγελματίας DJ δηλώνει και αυτός αμετανόητος λάτρης του βινυλίου. «Τα δύο μου πρώτα βινύλια ήταν το Maximizing the Audience του Vim Mertens και το A night at the Opera των Queen, τα αγόρασα μαζί. Πλέον αγοράζω περισσότερο μουσική με ‘φυσικά’ όργανα, γιατί, ενώ παίζω τα πάντα στο μαγαζί, αυτά τα ακούω όσα χρόνια και αν περάσουν», λέει ο ίδιος.
Ο Νίκος αγοράζει σε βινύλιο σήμερα ό,τι του λείπει από παλιά άλμπουμ, ενώ αν αγοράσει κάποιο καινούργιο συνήθως θα είναι σε merch κιόσκι από συναυλίες. Θεωρεί πολύ σημαντικό «υπέρ» του βινυλίου το εξώφυλλο και υπολογίζει ότι αγοράζει περίπου τρεις δίσκους τον χρόνο. «Έχω σκεφτεί πολλές φορές να πουλήσω την συλλογή μου λόγω οικονομικών δυσκολιών, αλλά στο τέλος το σκέφτομαι καλύτερα και το ακυρώνω γιατί είναι σαν να πουλάω εμένα. Όλα είναι αγαπημένα μου, ακόμα και τα φλωροντίσκο που παλιά χρησιμοποιούσα για να σερβίρω καφέδες!», λέει χαρακτηριστικά.
«Το πρώτο μου βινύλιο το αγόρασα το 1998, ήταν το "Μπάμπης ο Φλου" του Παύλου Σιδηρόπουλου. Πλέον αγοράζω κατά κύριο λόγο δίσκους heavy metal και ψάχνω περισσότερο τις σπάνιες εκδόσεις. Μου αρέσει το βινύλιο γιατί το βρίσκεις πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι ένα CD, ενώ η χαρά που σου προσφέρει όταν το έχεις στα χέρια σου είναι μεγάλη», λέει ο Λευτέρης, 28 χρονών. «Δεν θα πουλούσα την συλλογή μου για κανένα λόγο, αν και πλέον δεν αγοράζω πολλά κομμάτια», προσθέτει.in2life.gr