Οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην Venice Beach του Λος
Άντζελες τον Ιούλιο του 1965.
Ο Τζιμ είπε στον Ρέι ότι είχε γράψει μερικά τραγούδια και τραγούδησε τους πρώτους στίχους του «Moonlight Drive». Λίγα λεπτά αργότερα συμφώνησαν να φτιάξουν μια μπάντα.
Ο Άλντους Χάξλεϊ έγινε – χωρίς να το γνωρίζει – ο νονός του γκρουπ.
Από τον τίτλο του βιβλίου του «The Doors of Perception» (οι πύλες της ενόρασης), οι Μόρισον και Μάνζαρεκ κράτησαν τις δυο πρώτες λέξεις και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Doors.
Στο σημερινό κείμενο – μικρό φόρο τιμής στη μνήμη του Ρέι
Μάνζαρεκ – δεν θα μας απασχολήσουν τόσο τα ιστορικά στοιχεία όσο η
μουσική ταυτότητα αυτής της τόσο επιδραστικής όσο και ιδιαίτερης μπάντας
που πρόλαβε μέσα σε 6 μόλις χρόνια και 6 στούντιο LPs να βάλει φωτιά
στους πυροκροτητές του blues και της ψυχεδέλειας, οδηγώντας τους μέσα
από την ουτοπία μιας σπάνιας στιχουργικής ενδοσκόπησης σε μια πρωτόγνωρη
κατάσταση μουσικής μέθης.
Οι Doors δεν υπήρξαν ποτέ απλή υπόθεση. Ακούγοντας τα τραγούδια τους, θαρρείς πως καίγονταν συνεχώς μέσα σε ένα μείγμα έκστασης φτιαγμένο από ναρκωτικά, αλκοόλ και «μαύρα βλέμματα». Νιώθεις ότι κολύμπησαν σε έναν ωκεανό γεμάτο από αβυσσαλέες εσωτερικές ματιές, ακολούθησαν τη διαίσθηση των παραισθησιογόνων, εξέπεμψαν οι ίδιοι κύματα, τα ένιωσαν να αναπηδούν και να επιστρέφουν, σπρώχνοντάς τους ακόμα πιο μακριά.
Αφίσα από συναυλία των Doors στη Βοστόνη (1970)
Η δύναμη τους έγκειται στο ότι δεν προσπάθησαν να εξαφανίσουν τα φαντάσματα. Αντίθετα, ο Μόρισον έγινε ο Ρεμπό που διέλυσε τα όνειρα, αντικατοπτρίζοντας μέσα στους στίχους του τις μνήμες από τους προσωπικούς του εφιάλτες. Η ποίησή του ήταν αυτή που περιέγραψε την καταπιεσμένη ενέργεια των «μεγάλων πνευμάτων» που συνέχιζαν να χορεύουν έναν νεκρικό, παγανιστικό χορό με μοναδικό «θεατή» μια δυνατή απελπισία, αποκαλύπτοντας την ίδια την ψυχή του καλλιτέχνη.
Η συγκλονιστικά ελεύθερη εσωτερική πάλη των στίχων των Doors, ισορρόπησε πάνω στο αρμονικό τελετουργικό των πενταγράμμων της μουσικής ιδιοφυΐας του Ρέι Μάνζαρεκ. Οι νότες δεν αιχμαλώτισαν την ατίθαση μαγεία του Μόρισον, αλλά ανέδειξαν την απόκρυφη πλευρά της, ταξιδεύοντας πάνω στα πλήκτρα πότε χαρούμενες σαν πολύχρωμο λεωφορείο και πότε θλιμμένες σαν γκρίζα σύννεφα, πάντοτε όμως έτοιμες να παραδοθούν στο ένστικτο και όχι στη λογική.
Οι Doors στη διάρκεια περιοδείας τους (1969)
Οι Doors συνδύασαν μαεστρικά την ψυχεδέλεια με το blues, έχοντας λύσει το πρόβλημα του «λόγου». Ο Μόρισον ήταν ανεξάντλητος, είτε μαστουρωμένος είτε όχι. Τα μοτίβα ταίριαζαν με τους στίχους και αντίστροφα, ενώ οι βιρτουόζοι Κρίγκερ και Ντένσμορ που συμπλήρωναν το κουαρτέτο, πρόσθεταν έναν άνεμο δημιουργικής τρέλας, μετατρέποντας ηδονιστικά την ακτινοβολία σε συννεφιά στους παράλληλους κόσμους που ζούσε – μουσικά και κυριολεκτικά – η μπάντα.
Αυτή η τρέλα των καμβάδων πάνω στους οποίους «ζωγράφισαν» οι Doors, ακολουθώντας πάντοτε τα «ίχνη των ποιητών» μέσα σε ένα πεδίο άπειρων εσωτερικών τόπων, τους οδήγησε τελικά στο να ανακαλύψουν εθιστικούς προορισμούς, συνδυάζοντας τους ήχους των «διονυσιακών» κραυγών του Μόρισον με την ηχητική πολυπλοκότητα των κίμπορντς του Μάνζαρεκ, τις κιθαριστικές εμπνεύσεις του Κρίγκερ και τα δημιουργικά τύμπανα του Ντένσμορ. Μια πορεία διαρκών πειραματισμών που μας χάρισε αριστουργηματικές στιγμές.
Ο Μόρισον και ο Μάνζαρεκ ήταν συμφοιτητές στη σχολή κινηματογράφου του UCLA.
Οι ήχοι των Doors μετατρέπονται με ζηλευτή ευκολία σε οπτικό υλικό. Σε κάθε στίχο αντιστοιχεί μια εικόνα και καθώς το τραγούδι προχωράει, νιώθεις ότι αλλάζει σχήμα και χρώμα, σαν ένα μουσικό καλειδοσκόπιο που ανοίγει τις «Πύλες της Ενόρασης» σε ένα ταξίδι που ανακαλύπτει καινούργια επίπεδα συνείδησης. Περίπου δηλαδή όπως περιέγραψε ο Άλμπερτ Χόφμαν το LSD πριν από 70 χρόνια. Γιατί αυτή είναι η μουσική τους: ένα trip στην ιστορία και τη μυθολογία της Αμερικής.
Το blues δεν ξεχωρίζει από την ψυχεδέλεια. Όχι. Τα μοτίβα είναι τόσο ιδανικά «μπερδεμένα» μεταξύ τους, που στέλνουν συνεχείς δονήσεις παλλόμενου ηλεκτρισμού. Είτε αυτές προέρχονται από τα όργανα, είτε από την αλλόκοτα μυστικιστική φωνή του νάρκισσου Μόρισον. Η εγκεφαλική παράδοση του ακροατηρίου είναι απόλυτη σε μια άνευ όρων επιθυμία ταύτισης ενστίκτων και παρορμήσεων με τις απόκρυφες, καταπιεσμένες πλευρές μιας γενιάς που φωνάζει – ενίοτε ουρλιάζει – «We want the world and we want it now».
Οι Doors σε live εμφάνιση στην Κοπεγχάγη (1968)
Ήδη από το ντεμπούτο άλμπουμ «The Doors» (1967), ο Μόρισον και η παρέα του δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Το LP ξεκινάει με τη συμβολική κραυγή «Break on through to the other side» και κλείνει με το αυτοβιογραφικό-καταστροφικό οιδιπόδειο ντελίριο «The End», φιλοξενώντας τους Μπρεχτ (Alabama Song) και Willie Dixon (Back Door Man). Η ψυχεδέλεια πηγαίνει χέρι-χέρι με την acid rock σε έναν δίσκο που μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί σταθμός στο μουσικό κίνημα της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ.
Η συνέχεια είναι ανάλογη. Λίγους μήνες αργότερα, το «Strange days» (1967) επιβεβαιώνει την ευκολία της μπάντας να συνθέτει δίλεπτα και τρίλεπτα διαμάντια όπως το «Moonlight Drive» ή το «People are strange», αλλά και acid αριστουργήματα όπως το επικό «When the music’s over», μία από τις κορυφαίες στιγμές της ψυχεδελικής σκηνής. Έναν χρόνο μετά, οι Doors δεν μένουν αδιάφοροι απέναντι στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στο τρίτο τους LP «Waiting for the sun» (1968), δεσπόζει ο αντιπολεμικός ύμνος «The Unknown Soldier», μαζί με το flower power χιτ «Hello, I love you» και το μεθυστικό «Five to One».
Μάνζαρεκ και Κρίγκερ τζαμάρουν σε πρόβα της μπάντας (1970)
Το τέταρτο άλμπουμ, «The Soft Parade» (1969) είναι η γέφυρα ανάμεσα στην ψυχεδέλεια και τις blues φόρμες, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα το ενδοσκοπικό «Shaman’s Blues». Για πρώτη φορά κάνουν την εμφάνισή τους τα πνευστά (Touch Me), αλλά και συνθέσεις με progressive στοιχεία όπως το αυτοβιογραφικό «The Soft parade». Στο πέμπτο LP της μπάντας, το «Morrison Hotel» (1970), η έκρηξη του R&B είναι πλέον εμφανής, με το «Roadhouse Blues» να δίνει το στίγμα και τον John Sebastian (των Lovin’ Spoonful) να προσθέτει τη φυσαρμόνικα. Όμως οι Doors υιοθετούν και στοιχεία από το hard rock (Peace Frog), ενώ δεν ξεχνούν και το ψυχεδελικό blues (The Spy).
Και φτάνουμε στο έκτο και τελευταίο άλμπουμ, το «L.A. Woman» (1971), το οποίο είναι και το μοναδικό όπου το blues rock είναι η κυρίαρχη φόρμα, βάζοντας για πρώτη φορά την ψυχεδέλεια σε δεύτερο πλάνο. Από το ομώνυμο «LA Woman» και το «Been down so long» μέχρι το «Crawling King Snake» (του Τζον Λι Χούκερ) και το «WASP», τα δωδεκάμετρα κυριαρχούν σε όλες τους τις παραλλαγές, ενώ το «Love her madly» και το ατμοσφαιρικό «Riders of the storm» συμπληρώνουν ένα LP πραγματικό κόσμημα.
Ο Ρέι Μάνζαρεκ (1939-2013)
Τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του «L.A. Woman» και έξι χρόνια ακριβώς μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Μάνζαρεκ στην παραλία του Λος Άντζελες, ο Τζιμ Μόρισον πεθαίνει στο Παρίσι, ταγμένος στην αναζήτηση των «δικών του ποιητών», από υπερβολική δόση ηρωίνης, ίσως και από υπερβολική δόση ταλέντου. Η ταφόπλακά του γράφει στα ελληνικά «Κατά τον δαίμονα εαυτού». Έτσι κι αλλιώς, οι «δαίμονες» δε σταμάτησαν στιγμή να αποκαλύπτονται μέσα στην ψυχή του, ενσαρκώνοντας τους εφιάλτες και την ανάγκη φυγής.
Ο Τζιμ Μόρισον, το ίδιο και ο Ρέι Μάνζαρεκ, ο Ρόμπι Κρίγκερ και ο Τζον Ντένσμορ, δημιούργησαν μια από τις μοναδικές στιγμές της σύγχρονης μουσικής και έχτισαν τη δική τους μυθολογία. Ο Μάνζαρεκ πέθανε την περασμένη Δευτέρα, όμως τα βινύλια των Doors θα συνεχίσουν να παίζουν πάνω στο πικάπ ακόμα και όταν φαγωθεί η βελόνα. Τα έξι LPs της Electra δεν θα φθαρούν ποτέ. Ούτε ο ήχος από τα πλήκτρα του Vox Continental, του Gibson G-101 και τα "μπάσα" στο Fender Rhodes πιάνο. Οι στίχοι και η μουσική αντέχουν στον χρόνο. Αυτή είναι η μεγάλη τους κατάκτηση. Και αυτή είναι η μεγάλη προσφορά των Doors. Ότι έγραψαν στίχους και μουσική. Όπως η παρακάτω:
«This is the end beautiful friend.
This is the end my only friend, the end.
It hurts to set you free,
But you’ll never follow me.
The end of laughter and soft lies
The end of nights we tried to die.
This is the end…»
«The Doors» 1967
«Strange Days» 1967
«Waiting for the Sun» 1968
«The Soft Parade» 1969
«Morrison Hotel» 1970
«L.A. Woman» 1971
Ο Τζιμ είπε στον Ρέι ότι είχε γράψει μερικά τραγούδια και τραγούδησε τους πρώτους στίχους του «Moonlight Drive». Λίγα λεπτά αργότερα συμφώνησαν να φτιάξουν μια μπάντα.
Ο Άλντους Χάξλεϊ έγινε – χωρίς να το γνωρίζει – ο νονός του γκρουπ.
Από τον τίτλο του βιβλίου του «The Doors of Perception» (οι πύλες της ενόρασης), οι Μόρισον και Μάνζαρεκ κράτησαν τις δυο πρώτες λέξεις και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Doors.
Οι Doors δεν υπήρξαν ποτέ απλή υπόθεση. Ακούγοντας τα τραγούδια τους, θαρρείς πως καίγονταν συνεχώς μέσα σε ένα μείγμα έκστασης φτιαγμένο από ναρκωτικά, αλκοόλ και «μαύρα βλέμματα». Νιώθεις ότι κολύμπησαν σε έναν ωκεανό γεμάτο από αβυσσαλέες εσωτερικές ματιές, ακολούθησαν τη διαίσθηση των παραισθησιογόνων, εξέπεμψαν οι ίδιοι κύματα, τα ένιωσαν να αναπηδούν και να επιστρέφουν, σπρώχνοντάς τους ακόμα πιο μακριά.
Η δύναμη τους έγκειται στο ότι δεν προσπάθησαν να εξαφανίσουν τα φαντάσματα. Αντίθετα, ο Μόρισον έγινε ο Ρεμπό που διέλυσε τα όνειρα, αντικατοπτρίζοντας μέσα στους στίχους του τις μνήμες από τους προσωπικούς του εφιάλτες. Η ποίησή του ήταν αυτή που περιέγραψε την καταπιεσμένη ενέργεια των «μεγάλων πνευμάτων» που συνέχιζαν να χορεύουν έναν νεκρικό, παγανιστικό χορό με μοναδικό «θεατή» μια δυνατή απελπισία, αποκαλύπτοντας την ίδια την ψυχή του καλλιτέχνη.
Η συγκλονιστικά ελεύθερη εσωτερική πάλη των στίχων των Doors, ισορρόπησε πάνω στο αρμονικό τελετουργικό των πενταγράμμων της μουσικής ιδιοφυΐας του Ρέι Μάνζαρεκ. Οι νότες δεν αιχμαλώτισαν την ατίθαση μαγεία του Μόρισον, αλλά ανέδειξαν την απόκρυφη πλευρά της, ταξιδεύοντας πάνω στα πλήκτρα πότε χαρούμενες σαν πολύχρωμο λεωφορείο και πότε θλιμμένες σαν γκρίζα σύννεφα, πάντοτε όμως έτοιμες να παραδοθούν στο ένστικτο και όχι στη λογική.
Οι Doors συνδύασαν μαεστρικά την ψυχεδέλεια με το blues, έχοντας λύσει το πρόβλημα του «λόγου». Ο Μόρισον ήταν ανεξάντλητος, είτε μαστουρωμένος είτε όχι. Τα μοτίβα ταίριαζαν με τους στίχους και αντίστροφα, ενώ οι βιρτουόζοι Κρίγκερ και Ντένσμορ που συμπλήρωναν το κουαρτέτο, πρόσθεταν έναν άνεμο δημιουργικής τρέλας, μετατρέποντας ηδονιστικά την ακτινοβολία σε συννεφιά στους παράλληλους κόσμους που ζούσε – μουσικά και κυριολεκτικά – η μπάντα.
Αυτή η τρέλα των καμβάδων πάνω στους οποίους «ζωγράφισαν» οι Doors, ακολουθώντας πάντοτε τα «ίχνη των ποιητών» μέσα σε ένα πεδίο άπειρων εσωτερικών τόπων, τους οδήγησε τελικά στο να ανακαλύψουν εθιστικούς προορισμούς, συνδυάζοντας τους ήχους των «διονυσιακών» κραυγών του Μόρισον με την ηχητική πολυπλοκότητα των κίμπορντς του Μάνζαρεκ, τις κιθαριστικές εμπνεύσεις του Κρίγκερ και τα δημιουργικά τύμπανα του Ντένσμορ. Μια πορεία διαρκών πειραματισμών που μας χάρισε αριστουργηματικές στιγμές.
Οι ήχοι των Doors μετατρέπονται με ζηλευτή ευκολία σε οπτικό υλικό. Σε κάθε στίχο αντιστοιχεί μια εικόνα και καθώς το τραγούδι προχωράει, νιώθεις ότι αλλάζει σχήμα και χρώμα, σαν ένα μουσικό καλειδοσκόπιο που ανοίγει τις «Πύλες της Ενόρασης» σε ένα ταξίδι που ανακαλύπτει καινούργια επίπεδα συνείδησης. Περίπου δηλαδή όπως περιέγραψε ο Άλμπερτ Χόφμαν το LSD πριν από 70 χρόνια. Γιατί αυτή είναι η μουσική τους: ένα trip στην ιστορία και τη μυθολογία της Αμερικής.
Το blues δεν ξεχωρίζει από την ψυχεδέλεια. Όχι. Τα μοτίβα είναι τόσο ιδανικά «μπερδεμένα» μεταξύ τους, που στέλνουν συνεχείς δονήσεις παλλόμενου ηλεκτρισμού. Είτε αυτές προέρχονται από τα όργανα, είτε από την αλλόκοτα μυστικιστική φωνή του νάρκισσου Μόρισον. Η εγκεφαλική παράδοση του ακροατηρίου είναι απόλυτη σε μια άνευ όρων επιθυμία ταύτισης ενστίκτων και παρορμήσεων με τις απόκρυφες, καταπιεσμένες πλευρές μιας γενιάς που φωνάζει – ενίοτε ουρλιάζει – «We want the world and we want it now».
Ήδη από το ντεμπούτο άλμπουμ «The Doors» (1967), ο Μόρισον και η παρέα του δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Το LP ξεκινάει με τη συμβολική κραυγή «Break on through to the other side» και κλείνει με το αυτοβιογραφικό-καταστροφικό οιδιπόδειο ντελίριο «The End», φιλοξενώντας τους Μπρεχτ (Alabama Song) και Willie Dixon (Back Door Man). Η ψυχεδέλεια πηγαίνει χέρι-χέρι με την acid rock σε έναν δίσκο που μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί σταθμός στο μουσικό κίνημα της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ.
Η συνέχεια είναι ανάλογη. Λίγους μήνες αργότερα, το «Strange days» (1967) επιβεβαιώνει την ευκολία της μπάντας να συνθέτει δίλεπτα και τρίλεπτα διαμάντια όπως το «Moonlight Drive» ή το «People are strange», αλλά και acid αριστουργήματα όπως το επικό «When the music’s over», μία από τις κορυφαίες στιγμές της ψυχεδελικής σκηνής. Έναν χρόνο μετά, οι Doors δεν μένουν αδιάφοροι απέναντι στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στο τρίτο τους LP «Waiting for the sun» (1968), δεσπόζει ο αντιπολεμικός ύμνος «The Unknown Soldier», μαζί με το flower power χιτ «Hello, I love you» και το μεθυστικό «Five to One».
Το τέταρτο άλμπουμ, «The Soft Parade» (1969) είναι η γέφυρα ανάμεσα στην ψυχεδέλεια και τις blues φόρμες, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα το ενδοσκοπικό «Shaman’s Blues». Για πρώτη φορά κάνουν την εμφάνισή τους τα πνευστά (Touch Me), αλλά και συνθέσεις με progressive στοιχεία όπως το αυτοβιογραφικό «The Soft parade». Στο πέμπτο LP της μπάντας, το «Morrison Hotel» (1970), η έκρηξη του R&B είναι πλέον εμφανής, με το «Roadhouse Blues» να δίνει το στίγμα και τον John Sebastian (των Lovin’ Spoonful) να προσθέτει τη φυσαρμόνικα. Όμως οι Doors υιοθετούν και στοιχεία από το hard rock (Peace Frog), ενώ δεν ξεχνούν και το ψυχεδελικό blues (The Spy).
Και φτάνουμε στο έκτο και τελευταίο άλμπουμ, το «L.A. Woman» (1971), το οποίο είναι και το μοναδικό όπου το blues rock είναι η κυρίαρχη φόρμα, βάζοντας για πρώτη φορά την ψυχεδέλεια σε δεύτερο πλάνο. Από το ομώνυμο «LA Woman» και το «Been down so long» μέχρι το «Crawling King Snake» (του Τζον Λι Χούκερ) και το «WASP», τα δωδεκάμετρα κυριαρχούν σε όλες τους τις παραλλαγές, ενώ το «Love her madly» και το ατμοσφαιρικό «Riders of the storm» συμπληρώνουν ένα LP πραγματικό κόσμημα.
Τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του «L.A. Woman» και έξι χρόνια ακριβώς μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Μάνζαρεκ στην παραλία του Λος Άντζελες, ο Τζιμ Μόρισον πεθαίνει στο Παρίσι, ταγμένος στην αναζήτηση των «δικών του ποιητών», από υπερβολική δόση ηρωίνης, ίσως και από υπερβολική δόση ταλέντου. Η ταφόπλακά του γράφει στα ελληνικά «Κατά τον δαίμονα εαυτού». Έτσι κι αλλιώς, οι «δαίμονες» δε σταμάτησαν στιγμή να αποκαλύπτονται μέσα στην ψυχή του, ενσαρκώνοντας τους εφιάλτες και την ανάγκη φυγής.
Ο Τζιμ Μόρισον, το ίδιο και ο Ρέι Μάνζαρεκ, ο Ρόμπι Κρίγκερ και ο Τζον Ντένσμορ, δημιούργησαν μια από τις μοναδικές στιγμές της σύγχρονης μουσικής και έχτισαν τη δική τους μυθολογία. Ο Μάνζαρεκ πέθανε την περασμένη Δευτέρα, όμως τα βινύλια των Doors θα συνεχίσουν να παίζουν πάνω στο πικάπ ακόμα και όταν φαγωθεί η βελόνα. Τα έξι LPs της Electra δεν θα φθαρούν ποτέ. Ούτε ο ήχος από τα πλήκτρα του Vox Continental, του Gibson G-101 και τα "μπάσα" στο Fender Rhodes πιάνο. Οι στίχοι και η μουσική αντέχουν στον χρόνο. Αυτή είναι η μεγάλη τους κατάκτηση. Και αυτή είναι η μεγάλη προσφορά των Doors. Ότι έγραψαν στίχους και μουσική. Όπως η παρακάτω:
This is the end my only friend, the end.
It hurts to set you free,
But you’ll never follow me.
The end of laughter and soft lies
The end of nights we tried to die.
This is the end…»
THE DOORS / Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
The Doors - moonlight drive (Live At The Bowl '68) από EagleRockTV
The Doors - Hello, I Love You (Live At The Bowl... από EagleRockTV
The Doors - Unknown Soldier (LIVE) από Qello
The Doors - Light My Fire (LIVE) από Qellooneman.gr