Ταξιδεύοντας στο Ουζμπεκιστάν.

H θέα της Μπουχάρας από δω πάνω είναι το κάτι άλλο. Τα τεμένη και οι μιναρέδες με την εμφανή τουβλοδομή τους… 
Οι πέρσικοι και οι μογγόλικοι τρούλοι από ψημένη φαγιάντσα στις εκδοχές του τυρκουάζ και του λάπις λάζουλι.  Όσο απωθητική είναι η Αθήνα από την οπτική της Ακρόπολης άλλο τόσο μαγευτική είναι η Μπουχάρα από την οπτική των αρχαίων τειχών της.

 

 
Σύνορα.
Ο Τουρκμένος οδηγός είναι ανένδοτος. Μας κατεβάζει περί τα πεντακόσια μέτρα πριν από το διασυνοριακό φυλάκιο αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ το γιατί. Ζαλωνόμαστε το έχειν μας κάτω από έναν ήλιο, ο οποίος μπορεί να σου κάνει τα μυαλά ομελέτα μέσα σε δέκα λεπτά, και οδεύουμε προς ένα συρματόπλεγμα που παραπέμπει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Αϊ Στράτη. Μια πρωτόγονη πύλη φραγμένη από μια κατεβασμένη μπάρα και μια εικοσαριά Τουρκμένοι αγρότες σε αναμονή εξόδου από τη χώρα τους. Το φανταράκι του φυλακίου, ανταποκρινόμενο στα νεύματά μου, μας δίνει να καταλάβουμε ότι πρέπει να υποστούμε  τον ήλιο για άλλες δύο ώρες, «μόνο»! διότι θα μεσολαβήσει το συσσίτιο του προσωπικού και ο απαραίτητος χρόνος για την χώνεψή του. Μια κόλαση ζέστης σε μια πετρώδη έρημο με μοναδική χλωρίδα αυτές τις  ψωριάρικες καλαμιές τριακόσια μέτρα πιο πέρα που θ’ αξιοποιηθούν ως η μόνη φυσική τουαλέτα σε ώρα ανάγκης.
 
Κάποτε θα εμφανιστεί κι ένας ένστολος, παχύσαρκος, με φάτσα που θα μπορούσε να παίξει τον κακό σε οποιαδήποτε αμερικάνικη ταινία. Τέλος πάντων, αποδεικνύεται όχι και τόσο χάλιας αφού, με τις φυσιογνωμίες που διαθέτουμε, σπεύδει να μας βάλει πρώτους μέσα.
- Τουρίστ, τουρίστ;
Αυτή τη φορά δεν μ’ ενοχλεί και τόσο ο χαρακτηρισμός. Καταπίνω την ύβρη κι αφήνω να βγει ο καιροσκόπος από μέσα μου για να του χαμογελάσει καταφατικά.
- Γιες, οφκόρς, τουρίστ! 
Φορτωνόμαστε τα μπαγκάζια βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που ενέδωσα, γι άλλη μια φορά,  στις πιέσεις της Ισαβέλλας να μην πάρω από την Αθηνάς τις σχάρες με τα ροδάκια που καθιστούν το κουβάλημα των αποσκευών πιο υποφερτό. Νομίζει πως κάτι τέτοιες στοιχειώδεις ευκολίες θα της στραπατσάρουν το ίματζ της σκληροτράχηλης ταξιδιάρας. Τι να πεις!
Στο ξεφλουδισμένο κτήριο, τριακόσια μέτρα πιο πέρα, στη μέση του πουθενά, θ’ αρχίσει η τουρκμένικη οπερέτα της αβάσταχτης δυσπιστίας των τελώνων και των Φαρισαίων. Πάσπορτ, έντρι πας, εμιγκρέισον καρτ κι όλες αυτές οι σαδομαζοχιστικές επινοήσεις που, αν δεν είσαι χαλκέντερος, σου εκμηδενίζουν κάθε όρεξη για επόμενο ταξίδι.
 
Και αρχίζει το ψάξιμο. Τι έχετε να δηλώσετε; Νάθινγκ, μίστερ. Οπότε, παρ’ όλα τα νάθινγκ, χώνουν τη μύτη τους στα μπαγκάζια μας με υπερβάλλοντα ζήλο και σκέφτομαι με φρίκη, και οργή, πως θα πρέπει να τα ανατακτοποιήσω. Αν μπορείς όμως κάνε κι αλλιώς!
Η χοντρή τελώνισα με την ολικώς επιχρυσωμένη οδοντοστοιχία χαλαρώνει κάπως στη θέα του βιβλίου του παράφρονα πρωθυπουργού της, του Νιγιάζωφ, το οποίο βιβλίο, καθόλου τυχαία, είχα αφήσει πάνω πάνω εκτεθειμένο στην πρώτη ματιά. Το υπόλοιπο της έρευνάς της ήταν μάλλον για το θεαθήναι.  Φαντάσου να μην ήταν δηλαδή!
 
- Μα, καλά, δεν αγοράσατε χαλιά; 
- Όχι, δεν αγοράσαμε χαλιά.
- Και γιατί τόσες  φωτογραφικές μηχανές;
- Γιατί είμαι ένας μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος.
Κάποτε ξεμπλέξαμε με τους Τουρκμένους, είπαμε το μεγάλο ουφ, και μπήκαμε στη νεκρή ζώνη ενός χιλιομέτρου, και βάλε, που μεσολαβεί μέχρι το φυλάκιο των Ουζμπέκων.
Τέρμα σκάλα, δεξιά.
Η Μπουχάρα μοιάζει να έχει προκύψει από αρχαίο παραμύθι. Με το που μπήκαμε στα χωρικά της εδάφη όλη η τσαντίλα και η κούραση πήγαν περίπατο. Δεν φεύγουμε από ‘δω, λέω στην πασσιονάριά μου. Αυτή η συγκλονιστική, η άθικτη μες τους αιώνες  σκηνογραφία είναι όλα τα λεφτά. Καταλύουμε σ’ ένα ταπεινό, πλην χαριτωμένο και πεντακάθαρο, ξενοδοχειάκι, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου, που το διατηρεί μια στρουμπουλή όσο και συμπαθέστατη κυριούλα. Τέρμα σκάλα δεξιά, μας λέει στη γλώσσα της ενισχύοντάς την με χειρονομίες παντομίμας. Μια ξύλινη σκάλα κι ένας περιστεριώνας με μπάνιο για να χωρέσει την αγάπη μας καθώς θα γυρνάμε κατάκοποι απ τον ποδαρόδρομο σ΄αυτό το παραμυθένιο σκηνικό.
Λίγο αργότερα, υπό το βλέμμα του χάλκινου ανδριάντα του Νασρεντίν Χότζα, θ΄ απολαύσουμε τα εγχώρια εδέσματα στην όχθη μιας λιμνούλας στη μέση της τεσσάρων αιώνων κεντρικής πλατείας Λυάμπι Χάουζ, εκατό βήματα απ τον περιστεριώνα μας.
Τα τραπέζια… Δεν πρόκειται για τραπέζια όπως τα εννοούμε συνήθως εμείς αλλά για έδρανα γύρω από τα οποία οι σωματικώς προσαρμοσμένοι γηγενείς κάθονται οκλαδόν στον περιμετρικό πάγκο, πράγμα κάπως δύσκολο για το ασυνήθιστο σ’ αυτή τη στάση σώμα μου. Η Ισαβέλλα, ως πιο γυμνασμένη  από μένα λόγω γιόγκα, κανένα πρόβλημα. Κι όταν λέμε «τρώμε» σημαίνει πως μ’ όλα αυτά τα συγκλονιστικά εδέσματα που αραδιάζονται μπροστά μας θα ακυρωθούν πολλοί μήνες από τη σκληρή δίαιτα μου στην Αθήνα. Παρηγοριέμαι με τη σκέψη πως με το περπάτημα που πρόκειται να κάνω θα χάσω κάπως όλες αυτές τις παραπανίσιες  θερμίδες.
 
Στοιχεία ταυτότητας
Η Μπουχάρα κατοικείται από πολύ πριν την διατρέξουν τα φουσάτα του Ισκαντέρ Μαγκντουνί, του τοις πάσι γνωστού  Αλεξάνδρου του Μακεδόνα. Δεν ξέρω αν σ’ αυτά τα μέρη ο Ισκαντέρ άφησε πτώματα πίσω του, και πόσα, αλλά σίγουρα δεν άφησε και κανένα, διασωθέν τουλάχιστον, ίχνος από τον, και καλά εκπολιτιστικό, ιμπεριαλισμό του. Η πόλη, ως κόμβος του Δρόμου του Μεταξιού, άρχισε ν’ ανθεί πραγματικά εκεί ανάμεσα στον ένατο με δέκατο αιώνα υπό τους Πέρσες Σαμανίδες που την ανέδειξαν ως πρωτεύουσά τους και ως το σημαντικότερο πολιτικο-θρησκευτικό κέντρο της τραχιάς Κεντρικής Ασίας. Σ’ αυτά τα πυρωμένα χώματα έζησαν ο φιλόσοφος και επιστήμονας Ιμπν Σίνα αλλά και ποιητές σαν τον Φερντούσι και τον Ρουντάκι που για τον περσο-ισλαμικό κόσμο, απ ότι γράφεται, είχαν αντιστοίχως το εκτόπισμα ενός Νεύτωνα ή ενός Σαίξπηρ. Δυο περίπου αιώνες αργότερα, μιλάμε για το χίλια διακόσια είκοσι, η Μπουχάρα θα πέσει  στα χέρια του Τζένγκις Χαν.
 
Προς τα τέλη του δέκατου τέταρτου, και καθώς ο Ταμερλάνος θα κυριαρχήσει σ’ όλη την κεντρική Ασία και θα αναδείξει τη Σαμαρκάνδη ως την αγαπημένη του πρωτεύουσα, η Μπουχάρα θα υποβιβαστεί σε δευτεροκλασάτη, χωρίς όμως να χάσει τίποτα από την ανεπανάληπτη γοητεία της.  Θα ξαναπάρει και πάλι τα πάνω της, κατά τον δέκατο έκτο, όταν η ουζμπέκικη δυναστεία των Σαβανιδών θα την προτιμήσει από την Σαμαρκάνδη για να την αναδείξει σε πρωτεύουσα του χανάτου που θα φέρει τ’ όνομά της. Εκείνες τις ένδοξες ημέρες του πολιτισμού της, πρωτόγονης σε σχέση με τη σημερινή, βαρβαρότητας, η Μπουχάρα  διαθέτει αναρίθμητα εργαστήρια, δεκάδες εξειδικευμένα παζάρια και καραβάν σεράγια, χάνια δηλαδή, και πάνω από εκατό μεντρέσες όπου χιλιάδες μαθητές εντρυφούν στις σουράτες του  Κορανίου.
 
Όταν ο δρόμος του μεταξιού θ’ αρχίσει να παρακμάζει, η Μπουχάρα θα χάσει κι αυτή από την αίγλη της  χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα πάψει να είναι ένα σημαντικό πολιτικό-θρησκευτικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή. 
Το Χίλια εφτακόσα πενήντα τρία, ένα τσιράκι του Πέρση άρχοντα που άκουγε στο όνομα Μωχάμεντ Ραχίμ, θα αυτοανακηρυχτεί εμίρης της Μπουχάρας και θα ιδρύσει τη δυναστεία των Μανγκίτ. Αυτή η δυναστεία θα εκκολάψει πολλά κουμάσια με κορυφαίο τον Νασρουλάχ Χαν. Το εν λόγω τεφαρίκι, δεν άντεξε στη σκέψη πως μερικοί μπορεί και να εποφθαλμιούσαν το θρόνο του, γι αυτό και καλού-κακού ξέκανε όλα του τ’ αδέρφια, καθώς και εικοσιοχτώ ακόμα συγγενείς του εξ αίματος, να’ χει το κεφάλι του ήσυχο.  
 
Το Χίλια οχτακόσια εξήντα οχτώ, η Μπουχάρα και η Σαμαρκάνδη καταλαμβάνονται από τα τσαρικά στρατεύματα για να μετατραπούν σε προτεκτοράτα τα οποία θα κυβερνηθούν επί μισό αιώνα από ντόπιους εμίρηδες  προσκυνημένους στον Τσάρο.  Όλα αυτά μέχρι το Χίλια εννιακόσια δεκαοχτώ, οπότε και καταφθάνει μια αντιπροσωπεία Μπολσεβίκων της Τασκένδης η οποία προσπαθεί να πείσει τον εμίρη Αλίμ Χαν να τους αδειάσει τη γωνιά και να πάει στο καλό διότι οι καιροί άλλαξαν και η Οκτωβριανή επανάσταση δεν σκοπεύει ν’ αφήσει ούτε καπιταλιστικά, ούτε φεουδαλικά ρουθούνια στη νέα σοβιετική πατρίδα.
 
Ως γνήσιος ανατολίτης, ο Αλίμ Χαν αρχίζει τότε τα παζάρια για να κερδίσει χρόνο, κι όταν πιστεύει την στιγμή κατάλληλη προβοκάρει  κάποια μαζικά επεισόδια για να σφάξει όλη τη σοβιετική αντιπροσωπεία. Κάπου εκεί όμως εξαντλείται και η υπομονή των Μπολσεβίκων οι οποίοι τα παίρνουν στο κρανίο και αναθέτουν στον Κόκκινο Στρατό μ’ επικεφαλής τον Μιχαήλ Φρούνζε  να καθαρίσει.
Ο Φρούνζε δεν σκάμπαζε από διπλωματία κι εξάλλου δεν τον έστειλαν για τέτοιες αβρότητες. Με το πρώτο «όχι» του Αλίμ έκανε το περιχαρακωμένο ανάκτορο του άφρονα στάχτη και μπούλμπερη. Ας πρόσεχε.
 
 
Σαλαμαλέκουμ
Φωτογραφικά είναι μια πολύ όμορφη μέρα και ο φύλακας επιμένει στο τριπλάσιο του νόμιμου αντίτιμου προκειμένου να μας επιτρέψει να μπούμε στην πριν από έναν αιώνα βομβαρδισμένη από τον Φρούνζε περιοχή του αρχαίου τείχους που περιβάλει την πόλη. Δεν είναι τόσο για το ποσό, όσο για το γαμώτο. Εντοπίζουμε, ερήμην του, ένα κάπως ευάλωτο σημείο της περίφραξης εκατό μέτρα πιο πέρα, και του λέω στα ελληνικά οψόμεθα ες Φιλίππους, φιλάκια!
Η βομβαρδισμένη  περιοχή παραμένει ένας χορταριασμένος σωρός από μπάζα πλην όμως η θέα της Μπουχάρας από δω πάνω είναι το κάτι άλλο. Τα τεμένη και οι μιναρέδες με την εμφανή τουβλοδομή τους… Οι πέρσικοι και οι μογγόλικοι τρούλοι από ψημένη φαγιάντσα στις εκδοχές του τυρκουάζ και του λάπις λάζουλι.  Όσο απωθητική είναι η Αθήνα από την οπτική της Ακρόπολης άλλο τόσο μαγευτική είναι η Μπουχάρα από την οπτική των αρχαίων τειχών της. Δεν γίνεται χωρίς συγκρίσεις. Η ομορφιά και η ασχήμια αναδεικνύονται μέσα από ένα αυτόματο, όσο και υποσυνείδητο, πλέγμα συγκρίσεων.
Μας εντυπωσιάζουν και οι φόρμες των πανύψηλων τειχών από τον τρόπο που είναι δομημένα. Μοιάζουν γκαστρωμένα από εσωτερικές υπονομεύσεις της δομής. Όμως, όχι. Αυτό το άχαρο κύρτωμα θα πρέπει στατικά να είναι το τέλειο. Διαισθάνομαι πως εδώ η ευκλείδεια γεωμετρία, και η στερεομετρία, επιβεβαιώνονται από την αναίρεσή τους, η οποία αναίρεση συνίσταται στην τεκτονική λογική αυτών των τειχών. Και όχι μόνο των τειχών. Θα δούμε και  τις λογικές δόμησης κτισμάτων που κατοικούνται μέχρι και σήμερα για να νοιώσουμε, γι΄ άλλη μια φορά,  πόσο απάνθρωπο είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα της «πολιτισμένης» Δύσης.
Ο φύλακας μας κοιτάζει αποσβολωμένος. Πώς διάολο βγαίνουμε αφού δεν μπήκαμε; Του δίνω το νόμιμο αντίτιμο του εισιτηρίου και του ρίχνω κι ένα σαλαμαλέκουμ χωρίς να είμαι σίγουρος για το αν πρόκειται για λήμμα της γλώσσας του ή όχι. Δεν έχει θυμώσει. Έτσι είναι η ζωή. Ένα παζάρι χωρίς θυμούς. Ένας αχταρμάς πιθανοτήτων για να προκύψει μια εκδοχή που κι αυτή με τη σειρά της…     
 
Η διάθεσή μας είναι αδιαλείπτως εξαιρετική έστω και αν είναι από δύσκολο έως αδύνατο να προσεγγίσουμε τον ντόπιο πληθυσμό πέρα από το όριο που θέτει το φράγμα της γλώσσας.  Ο βασικός μας κώδικας επικοινωνίας στηρίζεται σε κάποια θραύσματα αγγλικής που τυχαίνει να γνωρίζουν μερικοί από τους γηγενείς, οι έμποροι συνήθως, και στην εκφραστικότατη εσπεράντο της νοηματικής. Τα αισθήματα έχουν τη δική τους γλώσσα με όργανα τη ματιά,  το χαμόγελο,  ή το θυμό στο βλέμμα.
 
Μπαινοβγαίνουμε στις εντός των τειχών πολυάριθμες εμπορικές στοές και στους αύλιους χώρους των τζαμιών.
Μεθάμε από την απίστευτη ποικιλία των προϊόντων, χειροτεχνημάτων κυρίως. Ξύλο, χαλκός, δέρμα, κεχριμπάρι...
Αντιστεκόμαστε, όσο μπορούμε, στον πειρασμό της αγοράς αφού υπάρχει πάντα ένα τελευταίο τρίωρο γι’ αυτό το πάθος.
Όμως, το μπαζάρ είναι ο μαγνήτης του ταξιδιού, είναι το κάλεσμα για μια τελετουργία,  είναι κοινωνική εκδήλωση, είναι τρόπος ζωής.
Πόσο κάνει; Τόσο! Αυτό είναι η αφορμή για τη γνωριμία. Από πού είστε;
 
Πίνουμε καφέδες με κάρδαμο, τσάγια, σερμπέτια και γλυκάκια της Μπουχάρας. Δοκιμάζουμε λιχουδιές που θ’ αρνηθούν να εγκαταλείψουν τη μνήμη των σιελογόνων μας.
Το αλισβερίσι μπορεί, μέσα από περίτεχνους ελιγμούς, να καταλήξει σε αγορά, μπορεί και όχι, αλλά  εκείνο που θα κερδίσουν οι συναλλασσόμενοι είναι η χαρά μιας, φευγαλέας έστω, ώσμωσης, η ηδονική βεβαιότητα ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου και ότι έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει «κέντρο του κόσμου».

Και πολύ πριν ο ήλιος μου πάρει πίσω τις σκιές του, θα περπατήσουμε  στις λαϊκές γειτονιές με τα στενά χωμάτινα σοκάκια. Με την λιτότητα των αδρών πλινθοδομών, με  τα απόνερα της μπουγάδας στη μέση του χωματόδρομου, με τις περίτεχνα σκαλιστές εξώθυρες και τα παράθυρά τους.  Πώς να τα περιγράψεις όλα’ αυτά σε λίγες αράδες; Από ένα σημείο και πέρα τον αποκλειστικό λόγο θα έχουν οι φωτογραφικές μου που θα κλικάρουν σε ρυθμούς αποθησαύρισης.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 407 / 02.02.2008