Μπαίνουμε
στην περιοχή του κρεσέντο. Στην περιοχή όπου της Γης οι Κολασμένοι
εξορύσσουν το αλάτι της.
Κάτω από θερμοκρασίες των τριανταπέντε με
σαράντα βαθμών Κελσίου. Τον χειμώνα. Φαντάσου το καλοκαίρι! Και
εννοείται, ότι μιλάμε για θερμοκρασίες "υπό σκιάν".
Που δεν υφίσταται
ούτε για δείγμα… Ότι κι αν έχω ακούσει μέχρι σήμερα για κάτεργα τώρα το
βλέπω μέσα από τον απηνή φακό μου. Βάστα καρδιά γιατί αυτό πρέπει να το
μάθει ο κόσμος!
Δεν επιτρέπεται, λέει, να κατέβουμε μόνοι μας στο Ντάνακιλ, είναι υποχρεωτικό να
μας συνοδεύει κι ένα δεύτερο τέσσερα επί τέσσερα για λόγους ασφαλείας.
Λόγω κακοτράχαλου δρόμου; ρωτώ δήθεν αφελώς τον αρμόδιο, ο οποίος και θα
μας δώσει την μπρούτα, πλην ειλικρινή, απάντηση: Όχι μόνο λόγω δρόμου
αλλά κυρίως γιατί η περιοχή είναι παραμεθόρια ως προς την Ερυθραία και..
ποτέ δεν ξέρεις! Δηλαδή; Τι «δηλαδή»; Δεν είναι ασυνήθιστο να κάνουν
γιουρούσια οι «από κει». Με ότι συνεπάγεται αυτό. Το Μάρτη του Δύο
χιλιάδες έξι, για παράδειγμα, έγινε απαγωγή ολόκληρου γκρουπ Βρετανών
διπλωματών κι έκτοτε είμαστε στην τσίτα. Δεν ξεκινάμε ευοίωνα!
Η
συνάντησή μας με το τζιπ συνοδείας γίνεται στην πόλη Μέκελε. Το πλήρωμά
του απαρτίζεται από έναν γκάιντ που ξέρει την περιοχή σαν τις τσέπες
του, έστω κι αν δεν έχει τσέπες, και από έναν μάγειρα με τα τρόφιμα και
τα κατσαρολικά του. Τους δύο ένοπλους, οι οποίοι στην ανάγκη θα μας
σώσουν απ τους «κακούς» Ερυθραίους, θα τους φορτωθούμε σε κάποιο
ενδιάμεσο χωριό.
Στο
Μέκελε συναντάμε, επίσης, και δύο νεαρούς Βέλγους που ταξιδεύουν με το
δικό τους, νοικιασμένο δηλαδή, τέσσερα επί τέσσερα και συμφωνούμε να
ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να μοιραστούμε, βεβαίως, τα έξοδα της
ένοπλης συνοδείας, του γκάιντ και ότι λοιπό μας προκύψει.
Στο
χωριό Αγκούλα, απ όπου θα πάρουμε την κατρακύλα προς το Μεγάλο Βύθισμα,
όσο οι εξεπιτούτου επιφορτισμένοι έχουν ξεχυθεί για να δώσουν αναφορά
στις «αρμόδιες αρχές» σχετικά με την επικείμενη κάθοδό μας, φωτογραφίζω
τον λάσπινο οικισμό με τις λαμαρινοσκεπές, την πιτσιρικαρία που ξεσαλώνει στο μονότερμα κλωτσώντας ένα υπόλειμμα μπάλας, και μια κηδεία.
Όλος
ο ενήλικος πληθυσμός του χωριού, λευκοντυμένος, κατά το πλείστον,
πορεύεται στο ασήμαντο μονοπάτι που θα καταλήξει στον τελευταίο λάκκο
του εκλιπόντος. Κανείς δεν φαίνεται να θρηνεί, λες και ο θάνατος εδώ
είναι συνώνυμος με τη λύτρωση. Κι αν κρίνω από το γεγονός ότι σ’ όλη την
περιοχή απαντώνται εδώ κι εκεί σκόρπιοι τάφοι, ή ότι έχει απομείνει απ’
αυτούς, μάλλον δεν θα υφίσταται η έννοια «νεκροταφείο». Όπου γης και
τάφος σα να λέμε.
Η
Αγκούλα βρίσκεται στα περισσότερο από δύο χιλιάδες μέτρα πάνω από την
επιφάνεια της θάλασσας ενώ το Βύθισμα του Ντάνακιλ στα εκατόν δέκα κάτω
από την ίδια επιφάνεια. Το εν λόγω Βύθισμα είναι, λένε, η λευκή εκδοχή
της Κόλασης. Ωραία! Όταν τα τινάξω θα φωτογραφήσω και την άλλη όψη,
εκείνη τη μαύρη των θρησκευτικών με τις πύρινες φλόγες και τους
σατανάδες. Τώρα θ’ απαθανατίσω τη λευκή.
Τα
στομάχια μας αρχίζουν να φραπεδιάζουν στα κοτρόνια, κατεβαίνουμε
γκρεμούς και διασχίζουμε ρύακες βάθους μισού μέτρου. Ο Σάτσο δεν κλείνει
στόμα εκθειάζοντας τις αρετές του συγκεκριμένου τέσσερα επί τέσσερα, η
Ισαβέλλα στοχάζεται το ποιος-ξέρει-τι με το βλέμμα στραμμένο στην άβυσσο
που χύνεται στ αριστερά μας,
κι όσο για μένα, με παραπέμπω στο Βάρναλη που, στην «μπαλάντα του κυρ
Μέντιου», έλεγε «ένα πουφ ειν η ζωή!» Ευτυχώς που φάνηκαν και οι πρώτες
καμήλες για να μας αποσπάσουν από τις πιο μαύρες, σε μοβ φόντο, σκέψεις
που έχουμε κάνει μέχρι σήμερα. Μιλάμε για τα πρώτα καραβάνια
καμηλιέρηδων που ανεβαίνουν απ το Ντάνακιλ Ντέζερτ φορτωμένα με ορυκτό
άλας. Στοπ, θα κατέβω. Αυτό το θέμα δεν πρόκειται να το χάσω. Δεν είναι
δυο οι καμήλες, δεν είναι τρεις.. είναι δεκάδες, εκατοντάδες ίσως, με
κάποια μικρόσωμα γαϊδούρια ενίοτε στο ανάμεσό τους. Το αλάτι της Γης
ανεβαίνει απ την κόλαση του Ντάνακιλ κομμένο σε τετραγωνισμένες φέτες
και υπερφορτωμένο στα πλευρά των δρομάδων.. Αρχίζω να ψυλλιάζομαι πως η
εν λόγω υπόλευκη κόλαση διαθέτει και κάτεργο. Πώς αλλιώς;
Το Μπεραχίλε λέγεται και «Πύλη του Ντάνακιλ». Αυτό θα πει πως βρισκόμαστε ήδη βαθιά μέσα στα χωρικά εδάφη της φυλής Αφάρ.
Αυτοί
οι Αφάρ είναι μουσουλμάνοι, ζουν ημινομαδικά και είναι απολύτως
προσαρμοσμένοι σ’ αυτές τις ακραίες συνθήκες. Δεν ξέρω, βέβαια, τίποτε
για το προσδόκιμό τους. Ξέρω όμως πως στο Μπεραχίλε δεν βρίσκουμε
κάποιου είδος ξενώνα, πανδοχείου, χανιού, ή οτιδήποτε τέλος πάντων, για
να ξεκουράσουμε το τρανταγμένο κοκαλάκι μας.
Στην
επιστροφή μας από «κάτω» προβλέπεται μάλιστα να κοιμηθούμε στο τσιμέντο
ενός σχολικού αύλιου χώρου κάτω από τον έναστρο θόλο. Και πολύ μας
πέφτει!
Το
Μπεραχίλε λειτουργεί και σαν καραβάν σεράι των καμηλιέρηδων που
κοιμούνται, συνήθως, κάτω απ τ’ άστρα. Κι όταν δεν έχει άστρα δεν ξέρω
πού κοιμούνται. Από δω αρχίζουν να πωλούν το αλατοφορτίο τους στους
χοντρέμπορους οι οποίοι με τη σειρά τους το διαχέουν στην αγορά του
Μέκελε κι από το Μέκελε σ’ ολόκληρη την Αιθιοπία, και όχι μόνο.
Θα
μας πάρει γύρω στις τρεις ώρες μέχρις ότου οι αρμόδιες αρχές, ένας
ρακένδυτος χωροφύλαξ για την ακρίβεια, μας εκδώσει τη σχετική άδεια για να
συνεχίσουμε την κατρακύλα μας. Εδώ θα τακιμιάσουμε και με τους δύο
ένοπλους κατσαπλιάδες που θα είναι οι υπεύθυνοι για τη σωματική μας
ακεραιότητα από τους όποιους κακούς μας έχουν ενδεχομένως στήσει ενέδρα.
Ζήσε Μάη μου! Όσο όμως πατώ στο έδαφος του κόσμου τούτου θα απαθανατίσω
αυτόν τον οικισμό, για το Μπεραχίλε μιλάμε, που οδηγεί πάνω απ αυτό που
θα χρειαζόταν ένας Δάντης για να το περιγράψει και όχι εγώ.
Από
το Μπεραχίλε και πέρα ο «δρόμος» μπαίνει σε εισαγωγικά. Για
παρατεταμένα τμήματα της διαδρομής δεν υφίσταται ούτε σε εισαγωγικά.
Απλά, ανεβοκατεβαίνουμε τις τεράστιες κροκάλες που σμίλεψε το νερό των
ορμητικών ρυάκων. Κάθε τόσο σταματάμε για να αποφανθούν οι ειδήμονες
ποια κροκάλα είναι η πιο βατή. Και καθώς κατευθυνόμαστε μέσα από
ιλιγγιώδεις κλίσεις αναρωτιέμαι πώς θα τις ξανανέβουμε. Ό,που η
κατρακύλα εξημερώνεται βουτάμε, με το τζιπ εννοώ, σε ρυάκια
απροσδιόριστου μέχρι να ξαναβγούμε, βάθους. Το κέφι μας είναι στο
κρεσέντο. Ίσως πρόκειται για μια
αυθόρμητη ψυχική αυτοάμυνα. Αν ποτέ ξαναγυρίσω στην Αθήνα θα ρωτήσω
περί αυτού κάποιον από τους φίλους μου ψυχίατρους.
Λίγο
πριν νυχτώσει και μετά από εννιά ώρες καταρρίχηση μιας διαδρομής
μικρότερης των εκατόν πενήντα χιλιομέτρων φτάνουμε, σωματικά σώοι, σ’
αυτήν την περίφημη Χαμαντέλα που πρέπει να βρίσκεται πολύ πιο κάτω από
τη στάθμη της γείτονος Ερυθράς Θάλασσας. Τη
χαρακτηρίζω «περίφημη» και μόνο για το γεγονός ότι σηματοδοτεί το
ανακουφιστικό τέλος της μεγάλης κατηφόρας. Η Χαμαντέλα δεν είναι παρά
ένας υποτυπώδης καταυλισμός από ψαθοκαλύβες όπου ανακτούν δυνάμεις οι
κολασμένοι του γειτονικού αλατωρυχείου και οι δρομάδες με τους
καμηλιέρηδες. Εμείς θα κοιμηθούμε καταχαμέ αφού προηγουμένως
περιδρομιάσουμε κάτι λασπωμένα μακαρόνια, έργα τέχνης του επισιτιστή
μας.
Ξημερώνει
η πρώτη μέρα του σωτηρίου Δύο χιλιάδες οχτώ. Συνειδητοποιώ ότι
βρισκόμαστε στο επίπεδο βαθυπέδιο ανάμεσα σε δεκάδες, εκατοντάδες,
χιλιάδες καμήλες φορτωμένες, ή που αναμένουν τη φόρτωσή τους, με τις
πλάκες του ορυκτού άλατος. Το θέαμα θα καταγραφεί στη μνήμη μου ως μία
από τις συγκλονιστικότερες εικόνες της ζωής μου.
Κατευθυνόμαστε
προς το Νταλόλ. Έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σ’ ένα απολύτως επίπεδο
και αχανές τοπίο όπου δεν έχει πού ν’ ακουμπήσει η ματιά. Το έδαφος
πρέπει να είναι ένα ξερό χαρμάνι από χώμα και αλάτι σε πολύ μεγάλη
περιεκτικότητα. Το Νταλόλ, όπως και ολόκληρο το Ντάνακιλ, ανήκουν στο
σύστημα του «Μεγάλου Αφρικανικού Ρήγματος». Το δε «Μεγάλο Αφρικανικό
Ρήγμα» ξεκινάει από την Ερυθρά θάλασσα, διασχίζει την Αιθιοπία περνώντας
από τις κεντρικές λίμνες Αγουάσα, Λανγκάνο και άλλες, συνεχίζει στην
Κένυα δίνοντας ύπαρξη στις λίμνες Τουρκάνα, Νακουρού, Μπαρίνγκο και όχι
μόνο, διασχίζει την Τανζανία εκφραζόμενο απ τον κρατήρα Νγκορονγκόρο και
καταλήγει στη Μοζαμβίκη.
Το
Νταλόλ είναι το χαμηλότερο ηφαίστειο του πλανήτη αφού βρίσκεται στο
επίπεδο του εδάφους, το οποίο όμως έδαφος βρίσκεται στα εκατόν δεκαέξι
μέτρα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας...
Πορευόμαστε
πάνω σ’ αυτό το γοητευτικά εφιαλτικό τοπίο. Ολόκληρη η περιοχή βράζει
κάτω από τα πόδια μας ξερνώντας θειάφι και ποτάσα από αναρίθμητα
γκέιζερ. Τα οποία γκέιζερ δημιουργούν αυτές τις αναβράζουσες λίμνες από
ένα υγρό ελαιώδες και δηλητηριασμένο που σκοτώνει σχεδόν ακαριαία όσα
δυστυχή διψασμένα πουλιά, ακρίδες και λοιπά έμβια επιχειρούν να πιουν
απ’ αυτό..
«Προσέχετε
πού πατάτε!», μας το λένε συνεχώς και αδιαλείπτως. Υποθέτω πως αποτελώ
τον μεγάλο τους πονοκέφαλο γιατί έχω την τάση να εμπιστεύομαι το βάρος
μου πάνω σε επισφαλή σημεία. Δεν υπάρχει όμως άλλος τρόπος να πλησιάσω
για να φωτογραφίσω σωστά. Το
πιθανότερο είναι ότι θα καταλήξω στην Κόλαση αλλά μέχρι τότε θα ‘χω να
λέω, «ξέρετε, εγώ πήγα ήδη και γύρισα, ιδού τα τεκμήρια της μαρτυρίας
μου». Τα «γλυπτά» που σχηματίζονται απ αυτή τη γεωλογική διαδικασία
αποτελούν ακατανίκητη πρόκληση για κάθε φωτογράφο. Δεν δικαιούσαι να
επιστρέψεις στα εδάφη των ανθρώπων χωρίς να τα απαθανατίσεις.
Μετά
το Νταλόλ κατευθυνόμαστε κατά τη λίμνη Ασάλε, η οποία δεν είναι καθόλου
λίμνη όπως την εννοούμε εις την τρέχουσα. Μιλάμε για ένα αχανές πεδίο
αλατιού, μειγμένου με λιγότερη ή περισσότερη ξεραμένη λάσπη από τη σκόνη
που φέρνουν οι αέρηδες και που
εκτείνεται ολόγυρά μας μέχρις εκεί που μπορεί να φτάσει η όραση του
γερακιού κι ακόμα πιο πέρα. Εδώ παρών κατανοώ το γιατί οι γεωγράφοι και
οι γεωλόγοι περιγράφουν το Ντάνακιλ ως μία από τις πιο, αν όχι την πιο,
αφιλόξενη περιοχή του πλανήτη, και σίγουρα την πιο ζεστή, με
θερμοκρασίες να κυμαίνονται σταθερά ανάμεσα στους τριανταπέντε με
σαράντα βαθμούς Κελσίου όλο το χρόνο, ενώ συχνά πυκνά ο υδράργυρος
καβαλά και τους πενήντα.
Μπαίνουμε στην περιοχή του κρεσέντο. Στην περιοχή όπου της Γης οι Κολασμένοι εξορύσσουν το αλάτι της. Ότι
κι αν έχω ακούσει μέχρι σήμερα για κάτεργα τώρα το βλέπω μέσα από τον
απηνή φακό μου. Βάστα καρδιά γιατί αυτό πρέπει να το μάθει ο κόσμος!
Πρώτα είναι εκείνοι που με κάτι λοστάρια σπάζουν την πάχους δέκα περίπου
εκατοστών αλατοεπιφάνεια σε όσο μπορεί η τεχνική τους μεγαλύτερα
κομμάτια. Τα κομμάτια αυτά τα παίρνουν παράμερα, η επιτόπου, οι
ματσακονιστές και τα τετραγωνίζουν σε ορθογώνιες πλάκες σταθερού
μεγέθους τόσου όσου είναι βολικό για να φορτωθεί στην καμήλα. Εκεί κοντά
είναι και οι καμηλιέρηδες που συμπληρώνουν την αλυσίδα παραγωγής. Κάθε
καμήλα φορτώνεται με είκοσι ζευγάρια πλακών.
Στη συνέχεια, οι καμήλες με τους καμηλιέρηδες είναι υποχρεωμένες να
περάσουν από τον καταυλισμό της Χαμαντέλα, όπου κάποια «αρμόδια αρχή»
κάνει τη σχετική καταμέτρηση και κάθε φορτωμένη καμήλα φορολογείται με
εξήντα μπιρ που αντιστοιχούν σε πέντε περίπου ευρώ. Όλη αυτή τη
διαδικασία, κάθε που ρίχνω αλατάκι στο φαγητό μου, ορυκτό ή μη, οφείλω
να τη θυμάμαι.
Μετά
από εννιά μέρες δρόμο, καμήλες και καμηλιέρηδες θα φτάσουν στην αγορά
του Μέκελε. Στα δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο. Εκεί, το κάθε ζευγάρι
πλακών αλατιού, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα μπορέσει να πουληθεί
προς είκοσι τέσσερα μπιρ έκαστο. Αυτό σημαίνει πως η κάθε καμήλα φέρει, εν δυνάμει (μετά το φορολογικό χαράτσι) ένα φορτίο αξίας τετρακοσίων είκοσι μπιρ που
αντιστοιχούν σε τριάντα τρία, περίπου, ευρώ. Κι αυτό με την προϋπόθεση
ότι θα μπορέσει να φτάσει μέχρι το Μέκελε ζωντανή γιατί ακόμα και οι
καμήλες γερνάνε, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν.
Μετά
από τη συνταραχτική επαφή μας με τους κολασμένους, επιστρέψαμε στον
καταυλισμό της Χαμαντέλα. Μας περίμενε ένα παχύρευστο και ανάλατο
πιλάφι. Δεν ξέρω ποιος από μας κατάφερε να το ρίξει στο στομάχι του αλλά
εγώ βολεύτηκα με κάτι μπισκότα που μας είχαν ξεμείνει.